ἀρχαιοπρεπής: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_7) |
|||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=archaioprepis | |Transliteration C=archaioprepis | ||
|Beta Code=a)rxaiopreph/s | |Beta Code=a)rxaiopreph/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀρχαιοπρεπές,<br><span class="bld">A</span> [[time-honoured]], [[venerable]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''409, Pl.''Sph.''229e; παράκλησις Iamb.''Protr.''17: Comp., Dam.''Pr.''131. Adv. [[ἀρχαιοπρεπῶς]] ib.337.<br><span class="bld">2</span> of literary style, [[old-fashioned]], σχήματα [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''23; ὀνόματα Id.''Pomp.''2; ἑρμηνεία Simp.''in Ph.'' 233.10 (Comp.). Adv. [[ἀρχαιοπρεπῶς]] ib.111.15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>sin connotaciones posit. o peyor. [[antiguo]], [[viejo]] παράκλησις Iambl.<i>Protr</i>.17, ἀρχαιοπρεπεστέρα ... ἰδιότης Dam.<i>in Prm</i>.131.<br /><b class="num">2</b> [[antiguo]], [[venerable]] μεγαλοσχήμονά τ' ἀρχαιοπρεπῆ στένουσι τὰν σὰν ... τιμάν A.<i>Pr</i>.408, τὸ μὲν ἀ. τι πάτριον Pl.<i>Sph</i>.229e, ἀ. οὖν καὶ ποιητικώτατος ὁ λόγος Sch.Pi.<i>I</i>.1.26, ᾠδαί Eust.<i>Op</i>.54.8.<br /><b class="num">3</b> [[anticuado]], [[arcaico]] σχήματα D.H.<i>Comp</i>.23.7, (ὀνόματα) D.H.<i>Pomp</i>.2, ἑρμηνεία Simp.<i>in Ph</i>.233.10.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[antiguamente]], [[de manera antigua]] Dam.<i>in Prm</i>.337.<br /><b class="num">2</b> [[anticuada]], [[arcaicamente]] Sch.Er.<i>Il</i>.11.162, Sch.Arist.<i>Cael</i>.310<sup>a</sup>31, Simp.<i>in Ph</i>.111.15. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0364.png Seite 364]] ές, durch Alterthum ehrwürdig, τιμαί Aesch. Prom. 406; übh. = alterthümlich, Plat. Soph. 229 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0364.png Seite 364]] ές, durch Alterthum ehrwürdig, τιμαί Aesch. Prom. 406; übh. = alterthümlich, Plat. Soph. 229 e. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[vénérable par son antiquité]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχαῖος]], [[πρέπω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρχαιοπρεπής:''' [[почтенный своей древностью]], [[старинный]] Aesch., Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρχαιοπρεπής''': -ές, διαπρεπὴς ἐξ ἀρχαίων χρόνων, τετιμημένος καὶ σεβαστὸς [[ἕνεκα]] τῆς ἀρχαιότητος | |lstext='''ἀρχαιοπρεπής''': -ές, διαπρεπὴς ἐξ ἀρχαίων χρόνων, τετιμημένος καὶ σεβαστὸς [[ἕνεκα]] τῆς ἀρχαιότητος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 409. 2) ἐν γένει, [[ἀρχαϊκός]], Πλάτ. Σοφ. 229Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἀρχαιοπρεπής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με τους αρχαίους ή που ταιριάζει στους αρχαίους τρόπους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σεβαστός]] εξαιτίας της αρχαιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] ([[πρβλ]]. [[ανδροπρεπής]], [[δουλοπρεπής]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρχαιοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), [[διαπρεπής]] από τους αρχαίους χρόνους, τιμημένος λόγω της αρχαίας κληρονομιάς του, σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρέπω]]<br />[[distinguished]] from [[olden]] [[time]], [[time]]-[[honoured]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 7 February 2024
English (LSJ)
ἀρχαιοπρεπές,
A time-honoured, venerable, A.Pr.409, Pl.Sph.229e; παράκλησις Iamb.Protr.17: Comp., Dam.Pr.131. Adv. ἀρχαιοπρεπῶς ib.337.
2 of literary style, old-fashioned, σχήματα D.H.Comp.23; ὀνόματα Id.Pomp.2; ἑρμηνεία Simp.in Ph. 233.10 (Comp.). Adv. ἀρχαιοπρεπῶς ib.111.15.
Spanish (DGE)
-ές
I 1sin connotaciones posit. o peyor. antiguo, viejo παράκλησις Iambl.Protr.17, ἀρχαιοπρεπεστέρα ... ἰδιότης Dam.in Prm.131.
2 antiguo, venerable μεγαλοσχήμονά τ' ἀρχαιοπρεπῆ στένουσι τὰν σὰν ... τιμάν A.Pr.408, τὸ μὲν ἀ. τι πάτριον Pl.Sph.229e, ἀ. οὖν καὶ ποιητικώτατος ὁ λόγος Sch.Pi.I.1.26, ᾠδαί Eust.Op.54.8.
3 anticuado, arcaico σχήματα D.H.Comp.23.7, (ὀνόματα) D.H.Pomp.2, ἑρμηνεία Simp.in Ph.233.10.
II adv. -ῶς
1 antiguamente, de manera antigua Dam.in Prm.337.
2 anticuada, arcaicamente Sch.Er.Il.11.162, Sch.Arist.Cael.310a31, Simp.in Ph.111.15.
German (Pape)
[Seite 364] ές, durch Alterthum ehrwürdig, τιμαί Aesch. Prom. 406; übh. = alterthümlich, Plat. Soph. 229 e.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
vénérable par son antiquité.
Étymologie: ἀρχαῖος, πρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιοπρεπής: почтенный своей древностью, старинный Aesch., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιοπρεπής: -ές, διαπρεπὴς ἐξ ἀρχαίων χρόνων, τετιμημένος καὶ σεβαστὸς ἕνεκα τῆς ἀρχαιότητος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 409. 2) ἐν γένει, ἀρχαϊκός, Πλάτ. Σοφ. 229Ε.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀρχαιοπρεπής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τους αρχαίους ή που ταιριάζει στους αρχαίους τρόπους
αρχ.
ο σεβαστός εξαιτίας της αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, δουλοπρεπής)].
Greek Monotonic
ἀρχαιοπρεπής: -ές (πρέπω), διαπρεπής από τους αρχαίους χρόνους, τιμημένος λόγω της αρχαίας κληρονομιάς του, σε Αισχύλ.