ἡμίφωνος: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imifonos | |Transliteration C=imifonos | ||
|Beta Code=h(mi/fwnos | |Beta Code=h(mi/fwnos | ||
|Definition=ἡμίφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[half-pronounced]], λέξις Aristaenet.1.10.<br><span class="bld">2</span> Subst. [[ἡμίφωνον]], τό, [[ | |Definition=ἡμίφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[half-pronounced]], λέξις Aristaenet.1.10.<br><span class="bld">2</span> Subst. [[ἡμίφωνον]], τό, a [[semi-vowel]], as <b class="b3">ρ ς</b>, Arist.''Po.''1456b27, Phld.''Po.''2.16, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''14, D.T.631.16, etc.<br><span class="bld">II</span> [[half able to speak]], Gal.''UP''6.3; [[half-vocal]], of certain signs of the Zodiac, ''Cat.Cod.Astr.''1.166, Vett.Val.5.24:—hence [[ἡμιφωνία]], ἡ, Steph.''in Hp.''1.184D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1171.png Seite 1171]] halbtönend, Halbvocal (σ, ρ), Arist. poet. 20; B. A. 631; – [[λέξις]], halb ausgesprochen, Aristaen. 1, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1171.png Seite 1171]] [[halbtönend]], [[Halbvocal]] (σ, ρ), Arist. poet. 20; B. A. 631; – [[λέξις]], [[halb ausgesprochen]], Aristaen. 1, 10. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 20:15, 15 February 2024
English (LSJ)
ἡμίφωνον,
A half-pronounced, λέξις Aristaenet.1.10.
2 Subst. ἡμίφωνον, τό, a semi-vowel, as ρ ς, Arist.Po.1456b27, Phld.Po.2.16, D.H.Comp.14, D.T.631.16, etc.
II half able to speak, Gal.UP6.3; half-vocal, of certain signs of the Zodiac, Cat.Cod.Astr.1.166, Vett.Val.5.24:—hence ἡμιφωνία, ἡ, Steph.in Hp.1.184D.
German (Pape)
[Seite 1171] halbtönend, Halbvocal (σ, ρ), Arist. poet. 20; B. A. 631; – λέξις, halb ausgesprochen, Aristaen. 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίφωνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ προφερόμενος, Ἀρισταίν. 1. 10· - ἡμίφωνον, τό, τὸ ἡμίσειαν φωνὴν ἔχον, «ἔστι δὲ φωνῆεν μὲν ἄνευ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, οἷον τὸ α καὶ τὸ ω, ἡμίφωνον δὲ τὸ μετὰ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, οἷον τὸ σ καὶ τὸ ρ» Ἀριστ. Ποιητ. 20, 3· -φωνία Ἀν. Ὀξ. 3. 87 πρβλ. φωνήεις.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίφωνος, -ον)
1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος
2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο
α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ
β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και συμφωνικά αλλόφωνα, δηλαδή που εμφανίζεται, αναλόγως περιβάλλοντος, άλλοτε ως φωνήεν και άλλοτε ως σύμφωνο (π.χ. παιδί: παιδιού)
3. φρ. «ημίφωνος φθόγγος» — το ημίφωνο
αρχ.
μισοειπωμένος, που δεν πρόφθασε να λεχθεί ολόκληρος («ἡμίφωνον καταλέλοιπε λέξιν», Αρισταίν.).
επίρρ...
ημιφώνως
με ημίφωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, κακό-φωνος].