λεπτόδομος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptodomos | |Transliteration C=leptodomos | ||
|Beta Code=lepto/domos | |Beta Code=lepto/domos | ||
|Definition=λεπτόδομον, ([[δέμω]]) [[slightly framed]], [[slight]], πείσματα A.''Pers.''112 (lyr.). | |Definition=λεπτόδομον, ([[δέμω]]) [[slightly framed]], [[slight]], πείσματα [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''112 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:30, 17 February 2024
English (LSJ)
λεπτόδομον, (δέμω) slightly framed, slight, πείσματα A.Pers.112 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 30] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti légèrement, fragile.
Étymologie: λεπτός, δέμω.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόδομος: δέμω тонко сработанный, тонкий (πείσματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόδομος: -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, λεπτός, πεῖσμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.
Greek Monolingual
λεπτόδομος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλόδομος, πρόδομος].
Greek Monotonic
λεπτόδομος: -ον (δέμω), κατασκευασμένος με λεπτότητα, κομψός, λεπτοκαμωμένος, σε Αισχύλ.