κρυσταλλόπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krystallopiktos
|Transliteration C=krystallopiktos
|Beta Code=krustallo/phktos
|Beta Code=krustallo/phktos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[congealed to ice]], [[frozen]], <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>441</span>:— also κρυσταλλο-πήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>501</span>.</span>
|Definition=κρυσταλλόπηκτον, [[congealed to ice]], [[frozen]], E.''Rh.''441:—also [[κρυσταλλοπήξ]], ῆγος, ὁ, ἡ, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''501.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[congelé]], [[glacé]].<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]], [[πήγνυμι]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zu Eis [[gefroren]]</i>; φυσήματα Eur. <i>Rhes</i>. 441; [[νᾶμα]] Paul.Sil. <i>Therm. Pyth</i>. 95.
}}
{{elru
|elrutext='''κρυσταλλόπηκτος:''' [[обледеневший]], [[ледяной]] (φυσήματα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυσταλλόπηκτος''': -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― [[ὡσαύτως]], κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.
|lstext='''κρυσταλλόπηκτος''': -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― [[ὡσαύτως]], κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />congelé, glacé.<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρυσταλλόπηκτος:''' -ον, [[κατεψυγμένος]], [[παγωμένος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κρυσταλλόπηκτος:''' -ον, [[κατεψυγμένος]], [[παγωμένος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρυσταλλόπηκτος:''' обледеневший, ледяной (φυσήματα Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρυσταλλό-πηκτος, ον<br />[[congealed]] to ice, [[frozen]], Eur.
|mdlsjtxt=κρυσταλλό-πηκτος, ον<br />[[congealed]] to ice, [[frozen]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυσταλλόπηκτος Medium diacritics: κρυσταλλόπηκτος Low diacritics: κρυσταλλόπηκτος Capitals: ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: krystallópēktos Transliteration B: krystallopēktos Transliteration C: krystallopiktos Beta Code: krustallo/phktos

English (LSJ)

κρυσταλλόπηκτον, congealed to ice, frozen, E.Rh.441:—also κρυσταλλοπήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, A.Pers.501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.

German (Pape)

zu Eis gefroren; φυσήματα Eur. Rhes. 441; νᾶμα Paul.Sil. Therm. Pyth. 95.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλόπηκτος: обледеневший, ледяной (φυσήματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλόπηκτος: -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― ὡσαύτως, κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κρυσταλλόπηκτος, -ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, -ῆγος)
παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλόπηκτος, σακχαρόπηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματοπήξ, κλινοπήξ].

Greek Monotonic

κρυσταλλόπηκτος: -ον, κατεψυγμένος, παγωμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κρυσταλλό-πηκτος, ον
congealed to ice, frozen, Eur.