σάκτωρ: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=saktor | |Transliteration C=saktor | ||
|Beta Code=sa/ktwr | |Beta Code=sa/ktwr | ||
|Definition=-ορος, ὁ, [[packer]], <b class="b3">Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν</b> [[who fills]] the nether world with Persians, of death, A.''Pers.''924 (unless [[Περσᾶν]] be taken with [[ἥβαν]]). | |Definition=-ορος, ὁ, [[packer]], <b class="b3">Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν</b> [[who fills]] the nether world with Persians, of death, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''924 (unless [[Περσᾶν]] be taken with [[ἥβαν]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:36, 17 February 2024
English (LSJ)
-ορος, ὁ, packer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν who fills the nether world with Persians, of death, A.Pers.924 (unless Περσᾶν be taken with ἥβαν).
German (Pape)
[Seite 859] ορος, ὁ, der Vollstopfer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, der den Hades vollstopft, die Unterwelt mit Todten füllt, Aesch. Pers. 888.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
celui qui remplit, qui entasse : σάκτωρ ᾍδου ESCHL pourvoyeur des Enfers.
Étymologie: σάττω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάκτωρ -ορος, ὁ [σάττω] iem. die volstopt:. Ἅιδου σ. Περσᾶν die de Hades volstopt met Perzen (gezegd van Xerxes) Aeschl. Pers. 924.
Russian (Dvoretsky)
σάκτωρ: ορος ὁ набивающий, наполняющий: Ἃιδου σ. Περσᾶν Aesch. (Ксеркс), наполнивший Гадес (убитыми) персами.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φορτώνει ή γεμίζει κάτι («Ἅιδου σάκτορι Περσᾱν» — αυτός που γεμίζει τον κάτω κόσμο με Πέρσες, δηλαδή ο θάνατος, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + επίθημα -τωρ (πρβλ. τινάκτωρ)].
Greek Monotonic
σάκτωρ: -ορος, ὁ (σάττω), αυτός που φορτώνει, που συσκευάζει· Ἅιδου σάκτωρ, αυτός που επισωρεύει και γεμίζει τον Κάτω Κόσμο με νεκρούς, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
σάκτωρ: -ορος, ὁ, (σάττω) ὁ φορτώνων, γεμίζων, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, ὁ πληρῶν τὸν κάτω κόσμον μὲ Πέρσας, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 924 (ἂν μὴ ἡ γεν. Περσᾶν συναφθῇ μετὰ τοῦ ἥβαν, οὐχὶ μετὰ τοῦ σάκτορι).
Middle Liddell
σάκτωρ, ορος, ὁ, σάττω
a packer, Ἅιδου σάκτωρ who crowds the nether world (with dead men), Aesch.