ὑλοβάτης: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(6_19) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ὑλοβᾰ́της | ||
|Medium diacritics=ὑλοβάτης | |Medium diacritics=ὑλοβάτης | ||
|Low diacritics=υλοβάτης | |Low diacritics=υλοβάτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ylovatis | |Transliteration C=ylovatis | ||
|Beta Code=u(loba/ths | |Beta Code=u(loba/ths | ||
|Definition=[ῡ | |Definition=[ῡ, ᾰ], ου,</b> Dor. [[ὑλοβάτας]], ὁ, [[one who haunts the woods]], APl.4.233 (Theaet.), ''AP''6.32 (Agath.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ὁ, = [[ὑληβάτης]]; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ὁ, = [[ὑληβάτης]]; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui parcourt les forêts <i>(ép. de Pan)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[βαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλοβάτης:''' дор. [[ὑλοβάτας|ὑλοβάτᾱς]], ου (ῠ, ᾰτ) ὁ [[бродящий по лесам]] (эпитет Пана) Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233. | |lstext='''ὑλοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑλοβάτης]], ΝΑ, και [[ὑλιβάτης]] και ὑλίβατος και [[ὑληβάτης]] και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας [[υλοβατίδες]], κν. γίββονας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συχνάζει στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] / -<i>βατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[πυροβάτης]]. Ο τ. <i>ὑλι</i>-[[βάτης]], [[κατά]] το <i>ὀρι</i>-[[βάτης]]. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hylobates</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑλοβάτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑλο-[[βάτης]], ου, ὁ,<br />one who haunts the woods, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:46, 24 February 2024
English (LSJ)
[ῡ, ᾰ], ου, Dor. ὑλοβάτας, ὁ, one who haunts the woods, APl.4.233 (Theaet.), AP6.32 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1177] ὁ, = ὑληβάτης; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui parcourt les forêts (ép. de Pan).
Étymologie: ὕλη, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑλοβάτης: дор. ὑλοβάτᾱς, ου (ῠ, ᾰτ) ὁ бродящий по лесам (эпитет Пана) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.
Greek Monolingual
ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας
αρχ.
αυτός που συχνάζει στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βάτης / -βατος (< βαίνω), πρβλ. πυροβάτης. Ο τ. ὑλι-βάτης, κατά το ὀρι-βάτης. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. νεολατ. hylobates].
Greek Monotonic
ὑλοβάτης: -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὑλο-βάτης, ου, ὁ,
one who haunts the woods, Anth.