δειλινός: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, (\(\[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)\]\]\))<\/b><br>" to ", $1<br>") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deilinos | |Transliteration C=deilinos | ||
|Beta Code=deilino/s | |Beta Code=deilino/s | ||
|Definition=δειλινή, δειλινόν, ([[δείλη]])<br><span class="bld">A</span> = [[δειελινός]], [[in the afternoon]], δ. ἤρξατο ''Com.Adesp.''609, cf. Luc.''Dem.Enc.''31, Secund.''Sent.''4, ''BGU''513.3 (ii A.D.); | |Definition=δειλινή, δειλινόν, ([[δείλη]])<br><span class="bld">A</span> = [[δειελινός]], [[in the afternoon]], δ. ἤρξατο ''Com.Adesp.''609, cf. Luc.''Dem.Enc.''31, Secund.''Sent.''4, ''BGU''513.3 (ii A.D.); [[τὸ δειλινόν]], as adverb, [[at even]], [[LXX]] ''Ge.''3.8, Luc.''Lex.''2; δειλινὸν [[ὁλοκαύτωμα]] [[LXX]] ''1 Es.''5.50; ὧραι Str.17.3.8; ἑσπέρα Ph.1.505 ([[si vera lectio|s.v.l.]]); διατριβή Plu.2.70e.<br><span class="bld">2</span> [[western]], [[κλίμα]] Str.9.2.41.<br><span class="bld">II</span> [[τὸ δειλινόν]] (''[[sc.]]'' [[δεῖπνον]]) [[evening meal]], [[falsa lectio|f.l.]] in Ath.10.418b (quoting Plb.20.6.6), cf. Ath.1.11e. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:54, 25 February 2024
English (LSJ)
δειλινή, δειλινόν, (δείλη)
A = δειελινός, in the afternoon, δ. ἤρξατο Com.Adesp.609, cf. Luc.Dem.Enc.31, Secund.Sent.4, BGU513.3 (ii A.D.); τὸ δειλινόν, as adverb, at even, LXX Ge.3.8, Luc.Lex.2; δειλινὸν ὁλοκαύτωμα LXX 1 Es.5.50; ὧραι Str.17.3.8; ἑσπέρα Ph.1.505 (s.v.l.); διατριβή Plu.2.70e.
2 western, κλίμα Str.9.2.41.
II τὸ δειλινόν (sc. δεῖπνον) evening meal, f.l. in Ath.10.418b (quoting Plb.20.6.6), cf. Ath.1.11e.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1vespertino, de la tarde ταῖς τε ὀρθριναῖς ὥραις καὶ ταῖς δειλιναῖς al amanecer y a la caída de la tarde Str.17.3.8, cf. SB 7529.5 (II/III d.C.), PVindob.Sijpesteijn 22ue.3 (V/VI d.C.), ὁλοκαύτωμα LXX 1Es.5.49, διατριβή Plu.2.70e, πνεύματα Luc.Dem.Enc.31, ἀπότασις Secund.Sent.4, σκιά Ephr.Syr.Ion.10
•en uso pred. δειλινὸς γὰρ ἤρξατο Com.Adesp.869.
2 occidental, de poniente κλίμα Str.9.2.41.
II subst. τὸ δ.
1 la tarde ἕως οὗ παρῆλθεν τὸ δ. LXX 3Re.18.29, τὸ δ. τοῦ ἑωθινοῦ ψυχρότερον Str.9.2.41, tb. ἡ δ. Sch.Od.17.606.
2 la comida de la tarde, la merienda-cena τῆς δὲ τετάρτης τροφῆς ... ὃ καλοῦσι τινες δειλινόν Ath.11e.
III como adv. por la tarde ac. neutr. δειλινόν Men.Con.7, SB 13220.3 (I d.C.), tb. τὸ δ.: περιπατοῦντος ... τὸ δ. LXX Ge.3.8, τὸ γὰρ πρωϊνὸν θερίζομεν καὶ τὸ δ. βοτανίζομεν PCair.Zen.207.37 (III a.C.), τὸ δ. περιδινησόμεθα Luc.Lex.2, αὐτὰς ... ἀπάγων τὸ δ. Longus 4.4.3
•gen. δειλινῆς op. πρωΐ ‘por la mañana’, Ph.1.497, 501, BGU 513.3 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 537] nachmittäglich, abendlich, com. bei Schol. Soph. Ai. 255; Plut. u. a. Sp.; δειλινὸν ὡς κατέδαρθον Theocr. 21, 39. S. δειελινός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de l'après-midi, de la soirée, du soir ; adv. • τὸ δειλινόν le soir.
Étymologie: δείλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειλινός -ή -όν [δείλη] in de namiddag; n. adv.: τὸ δειλινὸν περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ’s middags zullen we in het Lyceum rondlopen Luc. 46.2.
Russian (Dvoretsky)
δειλινός: (пред)вечерний (διατριβή Plut.; πνεύματα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δειλινός: -ή, -όν, (δείλη) συνηρ. ἀντὶ δειελινός, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην, δ. ἤρξατο Κωμ. Ἀνών. 336, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 31· τό δ., ὡς ἐπίρρ., ὡς παρ’ ἡμῖν, πρὸς ἑσπέραν, ὁ αὐτ. Λεξιφ. 2. ΙΙ. τὸ δ. (ἐνν. δεῖπνον) τὸ πρὸς ἑσπέραν φαγητόν, «δειλινό», Ἀθήν. 418Β.
Greek Monotonic
δειλινός: -ή, -όν (δείλη), συνηρ. αντί δειελινός, σε Λουκ.