εἰκαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[descriptivo]], [[capaz de representar o copiar]] ἡ εἰκαστικὴ ... τέχνη el arte de la [[representación]] Pl.<i>Sph</i>.235d, de la música, Pl.<i>Lg</i>.668a, εἰκόνα εἴποις ἂν τὸ πρᾶγμα καὶ τὸν ἄνδρα εἰκαστικόν Poll.7.127, [[ἀλληγορία]] Eust.1238.48.<br /><b class="num">II</b> en el plano mental<br /><b class="num">1</b> [[conjeturable]] ἡ περὶ τὸ ποιὸν τῆς ὕλης [[θεωρία]] Ptol.<i>Tetr</i>.1.2.15<br /><b class="num">•</b>[[dudoso]], [[impreciso]] de algunas observaciones astrol., Vett.Val.299.26.<br /><b class="num">2</b> [[creador de imágenes]], [[fabulador]] c. gen. obj. ὁ δὲ νοῦς ... ὁ ψευδῶν εἰ. la mente creadora de engaños</i> Ph.1.160, ἡ τῶν εὐλόγων εἰ. ... μυθοποιία Ph.1.166<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ εἰκαστικόν]] = [[la facultad de conjeturar o imaginar]] τὸ εἰκαστικόν τῇ ἐπινοίᾳ προσάπτων Luc.<i>Alex</i>.22.<br /><b class="num">III</b> adv. [[εἰκαστικῶς]] = [[conjetural]], [[hipotéticamente]] op. [[τεχνικῶς]] y [[ἐπιστημόνως]] Phld.<i>Rh</i>.2.91, ὁ περὶ τῶν ἀναγκαίων εἰ. λέγων el que habla conjeturalmente de los seres necesarios</i> Procl.<i>in Alc</i>.23, λέγει δὲ εἰ. ὡς ... Sch.A.<i>Th</i>.617-619, cf. <i>Poliorc</i>.268.2.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[descriptivo]], [[capaz de representar o copiar]] ἡ εἰκαστικὴ ... τέχνη el arte de la [[representación]] Pl.<i>Sph</i>.235d, de la música, Pl.<i>Lg</i>.668a, εἰκόνα εἴποις ἂν τὸ πρᾶγμα καὶ τὸν ἄνδρα εἰκαστικόν Poll.7.127, [[ἀλληγορία]] Eust.1238.48.<br /><b class="num">II</b> en el plano mental<br /><b class="num">1</b> [[conjeturable]] ἡ περὶ τὸ ποιὸν τῆς ὕλης [[θεωρία]] Ptol.<i>Tetr</i>.1.2.15<br /><b class="num">•</b>[[dudoso]], [[impreciso]] de algunas observaciones astrol., Vett.Val.299.26.<br /><b class="num">2</b> [[creador de imágenes]], [[fabulador]] c. gen. obj. ὁ δὲ [[νοῦς]] ... ὁ [[ψευδῶν]] εἰ. la mente creadora de engaños</i> Ph.1.160, ἡ τῶν εὐλόγων εἰ. ... [[μυθοποιία]] Ph.1.166<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ εἰκαστικόν]] = [[la facultad de conjeturar o imaginar]] τὸ εἰκαστικόν τῇ ἐπινοίᾳ προσάπτων Luc.<i>Alex</i>.22.<br /><b class="num">III</b> adv. [[εἰκαστικῶς]] = [[conjetural]], [[hipotéticamente]] op. [[τεχνικῶς]] y [[ἐπιστημόνως]] Phld.<i>Rh</i>.2.91, ὁ περὶ τῶν ἀναγκαίων εἰ. λέγων el que habla [[conjeturalmente]] de los seres necesarios</i> Procl.<i>in Alc</i>.23, λέγει δὲ εἰ. ὡς ... Sch.A.<i>Th</i>.617-619, cf. <i>Poliorc</i>.268.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰκαστικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]] για [[αναπαράσταση]] ή πιθανολόγηση· <i>τὸ εἰκαστικόν</i>, η [[ικανότητα]], η [[δύναμη]] του να εικάζει [[κάποιος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''εἰκαστικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]] για [[αναπαράσταση]] ή [[πιθανολόγηση]]· <i>[[τὸ εἰκαστικόν]]</i>, η [[ικανότητα]], η [[δύναμη]] του να εικάζει [[κάποιος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἰκαστικός]], ή, όν<br />[[able]] to [[represent]] or [[conjecture]]: [[τὸ εἰκαστικόν]] the [[faculty]] of conjecturing, Luc.
|mdlsjtxt=[[εἰκαστικός]], ή, όν<br />[[able]] to [[represent]] or [[conjecture]]: [[τὸ εἰκαστικόν]] the [[faculty]] of conjecturing, Luc.
}}
}}

Revision as of 18:27, 29 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκαστικός Medium diacritics: εἰκαστικός Low diacritics: εικαστικός Capitals: ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: eikastikós Transliteration B: eikastikos Transliteration C: eikastikos Beta Code: ei)kastiko/s

English (LSJ)

εἰκαστική, εἰκαστικόν,
A able to represent: ἡ εἰκαστικὴ τέχνη the art of copying or portraying, Pl.Sph.235d, etc.
II able to conjecture or liable to conjecture, ψευδῶν Ph.1.160; τὸ εἰκαστικόν = the faculty of conjecturing, Luc.Alex.22. Adv. εἰκαστικῶς = conjecturally, Phld. Rh.2.91 S. (dub.), Procl.in Alc.p.23 C.
2 τὸ εἰκαστικόν = matter of conjecture, Vett.Val.312.32.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I descriptivo, capaz de representar o copiar ἡ εἰκαστικὴ ... τέχνη el arte de la representación Pl.Sph.235d, de la música, Pl.Lg.668a, εἰκόνα εἴποις ἂν τὸ πρᾶγμα καὶ τὸν ἄνδρα εἰκαστικόν Poll.7.127, ἀλληγορία Eust.1238.48.
II en el plano mental
1 conjeturable ἡ περὶ τὸ ποιὸν τῆς ὕλης θεωρία Ptol.Tetr.1.2.15
dudoso, impreciso de algunas observaciones astrol., Vett.Val.299.26.
2 creador de imágenes, fabulador c. gen. obj. ὁ δὲ νοῦς ... ὁ ψευδῶν εἰ. la mente creadora de engaños Ph.1.160, ἡ τῶν εὐλόγων εἰ. ... μυθοποιία Ph.1.166
neutr. subst. τὸ εἰκαστικόν = la facultad de conjeturar o imaginar τὸ εἰκαστικόν τῇ ἐπινοίᾳ προσάπτων Luc.Alex.22.
III adv. εἰκαστικῶς = conjetural, hipotéticamente op. τεχνικῶς y ἐπιστημόνως Phld.Rh.2.91, ὁ περὶ τῶν ἀναγκαίων εἰ. λέγων el que habla conjeturalmente de los seres necesarios Procl.in Alc.23, λέγει δὲ εἰ. ὡς ... Sch.A.Th.617-619, cf. Poliorc.268.2.

German (Pape)

[Seite 726] abbildend; τέχνη εἰκαστική Plat. Soph. 235 d u. öfter, = ἡ εἰκόνας ἀπεργαζομένη; – vermutend, τὸ εἰκ., Mutmaßung, Luc. Alex. 22; εἰκαστικὰ ἐπιῤῥήματα, zweifelnde Adverbia. – Adv. εἰκαστικῶς, vermutungsweise, Poll.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'art de conjecturer : τὸ εἰκαστικόν LUC conjecture.
Étymologie: εἰκάζω.

Russian (Dvoretsky)

εἰκαστικός: грам. выражающий предположение или сомнение (ἐπιρρήματα).

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς παράστασιν· ἡ εἰκαστικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἀντιγράφεινἀπεικονίζειν, Πλάτ. Σοφ. 235D, κτλ. ΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εἰκάζειν, εὐφυὴς εἰς τὸ συμπεραίνειν, τὸ εἰκαστικόν, ἡ δύναμις τοῦ εἰκάζειν, Λουκ. Ἀλέξ. 22· τὰ εἰκαστικὰ (ἐνν. ἐπιρρήματα), τὰ σημαίνοντα ἀμφιβολίαν, Γαζῆς: - Ἐπίρρ. -κῶς· «εἰκαστικῶς, ὁμοιωτικῶς» Πολυδ. Δ΄, 10.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰκαστικός, -ή, -όν) εικαστός
1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός
2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει
3. «εικαστικές τέχνες» — αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο
ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική.

Greek Monotonic

εἰκαστικός: -ή, -όν, ικανός για αναπαράσταση ή πιθανολόγηση· τὸ εἰκαστικόν, η ικανότητα, η δύναμη του να εικάζει κάποιος, σε Λουκ.

Middle Liddell

εἰκαστικός, ή, όν
able to represent or conjecture: τὸ εἰκαστικόν the faculty of conjecturing, Luc.