τρελός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και παλ. τ. τρελλός, -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) [[φρενοβλαβής]], [[παρανοϊκός]], [[παράφρονας]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]] («τρελές σκέψεις»)<br /><b>3.</b> [[άτακτος]], ο [[χωρίς]] [[πειθαρχία]] («τρελό [[κορίτσι]]»)<br /><b>4.</b> αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] μανιωδώς («[[είμαι]] [[τρελός]] για [[σένα]]»)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τρελός]]<br />(στο [[σκάκι]]) καθένα από τα δύο πιόνια που μετακινούνται μόνο διαγωνίως, [[αξιωματικός]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[τρελός]] [[παπάς]] σέ βάφτισε» — λέγεται σε ανθρώπους που παραλογίζονται, που ανοηταίνουν<br />β) «τρελού [[κεφάλι]] δεν γερνά» — ο [[άνθρωπος]] που δεν έχει έγνοιες αισθάνεται [[πάντοτε]] [[εύθυμος]] και νεάζει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρελά</i> Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τον τρόπο των τρελών<br /><b>2.</b> σε μεγάλο βαθμό, [[πέρα]] από [[κάθε]] όριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. έχει προέλθει από το αρχ. επίθ. <i>τρηρός</i> «[[ελαφρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τρήρων]]) με [[τροπή]] του -<i>η</i>- σε -<i>ε</i>- [[πριν]] από [[υγρό]] [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> [[σίδηρος]]: [[σίδερο]]) και ανομοιωτική [[τροπή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[ωστόσο]] [[άποψη]], το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ανθρωπωνύμια [[Τρέλλος]] και <i>Τρέλλων</i>, που μαρτυρούνται στον μιμογράφο του 5ου π.Χ. αιώνα Σώφρονα].
|mltxt=και παλ. τ. τρελλός, -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) [[φρενοβλαβής]], [[παρανοϊκός]], [[παράφρονας]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]] («τρελές σκέψεις»)<br /><b>3.</b> [[άτακτος]], ο [[χωρίς]] [[πειθαρχία]] («τρελό [[κορίτσι]]»)<br /><b>4.</b> αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] μανιωδώς («[[είμαι]] [[τρελός]] για [[σένα]]»)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τρελός]]<br />(στο [[σκάκι]]) καθένα από τα δύο πιόνια που μετακινούνται μόνο διαγωνίως, [[αξιωματικός]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[τρελός]] [[παπάς]] σέ βάφτισε» — λέγεται σε ανθρώπους που παραλογίζονται, που ανοηταίνουν<br />β) «τρελού [[κεφάλι]] δεν γερνά» — ο [[άνθρωπος]] που δεν έχει έγνοιες αισθάνεται [[πάντοτε]] [[εύθυμος]] και νεάζει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρελά</i> Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τον τρόπο των τρελών<br /><b>2.</b> σε μεγάλο βαθμό, [[πέρα]] από [[κάθε]] όριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. έχει προέλθει από το αρχ. επίθ. <i>τρηρός</i> «[[ελαφρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τρήρων]]) με [[τροπή]] του -<i>η</i>- σε -<i>ε</i>- [[πριν]] από [[υγρό]] [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> [[σίδηρος]]: [[σίδερο]]) και ανομοιωτική [[τροπή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[ωστόσο]] [[άποψη]], το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ανθρωπωνύμια [[Τρέλλος]] και <i>Τρέλλων</i>, που μαρτυρούνται στον μιμογράφο του 5ου π.Χ. αιώνα Σώφρονα].
}}
{{trml
|trtx====[[madman]]===
Arabic: ⁧مَعْتُوه⁩, ⁧مَجْنُون⁩, ⁧مُخَبَّل⁩; Bashkir: иҫәр, диуана, алйот, тиле, йүләр, тинтәк, һантый; Belarusian: шаленец, вар'ят, бязумец; Bulgarian: луд, побъ́ркан; Catalan: boig; Chinese Mandarin: 瘋子/疯子, 狂人, 瘋人/疯人; Czech: šílenec, blázen; Danish: galning; Dutch: [[dolleman]], [[gek]], [[krankzinnig]], [[waanzinnig]]; Esperanto: frenezulo; French: [[fou]], [[insensé]]; Galician: tolo, louco; German: [[Irrer]], [[Wahnsinniger]], [[Verrückter]]; Greek: [[τρελός]]; Ancient Greek: [[μανείς]], [[μάργος]];  Hindi: दीवाना, पागल, पगला; Irish: fear mire; Italian: [[matto]], [[pazzo]]; Japanese: 狂人, 気違い; Kikuyu: mũgũrũki; Kongo: kilawu; Korean: 광인(狂人), 미치광이; Latin: [[homo furiosus]], [[demens]]; Latvian: ārprātīgais, neprātis; Macedonian: луд, лудак; Maori: ō; Nandi: kipiyuo; Norman: fo; Norwegian Bokmål: galning; Persian: ⁧دیوانه⁩; Polish: szaleniec, psychol, świr, szajbus, świrus, obłąkaniec, pomyleniec, postrzeleniec, popierdoleniec, jebnięty, czubek, oszołom, pojebaniec, wariat; Portuguese: [[doido]], [[louco]], [[maluco]]; Russian: [[безумец]], [[сумасшедший]], [[чокнутый]]; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̀ђа̄к, лудак; Roman: lùđāk, ludak; Slovak: šialenec, blázon; Slovene: norec, blaznež; Spanish: [[loco]]; Sranan Tongo: lawman; Swahili: chizi; Swedish: dåre, galning; Ukrainian: варіят, безумець, божеві́льний, шаленець, божеві́лець; Urdu: ⁧دیوانہ⁩, ⁧پاگل⁩
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 1 March 2024

Greek Monolingual

και παλ. τ. τρελλός, -ή, -ό, Ν
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) φρενοβλαβής, παρανοϊκός, παράφρονας
2. ανόητος, απερίσκεπτος («τρελές σκέψεις»)
3. άτακτος, ο χωρίς πειθαρχία («τρελό κορίτσι»)
4. αυτός που επιθυμεί κάτι μανιωδώς («είμαι τρελός για σένα»)
5. το αρσ. ως ουσ. ο τρελός
(στο σκάκι) καθένα από τα δύο πιόνια που μετακινούνται μόνο διαγωνίως, αξιωματικός
6. παροιμ. α) «τρελός παπάς σέ βάφτισε» — λέγεται σε ανθρώπους που παραλογίζονται, που ανοηταίνουν
β) «τρελού κεφάλι δεν γερνά» — ο άνθρωπος που δεν έχει έγνοιες αισθάνεται πάντοτε εύθυμος και νεάζει.
επίρρ...
τρελά Ν
1. κατά τον τρόπο των τρελών
2. σε μεγάλο βαθμό, πέρα από κάθε όριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει προέλθει από το αρχ. επίθ. τρηρός «ελαφρός» (βλ. λ. τρήρων) με τροπή του -η- σε -ε- πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. σίδηρος: σίδερο) και ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -λ-. Κατ' άλλη ωστόσο άποψη, το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ανθρωπωνύμια Τρέλλος και Τρέλλων, που μαρτυρούνται στον μιμογράφο του 5ου π.Χ. αιώνα Σώφρονα].

Translations

madman

Arabic: ⁧مَعْتُوه⁩, ⁧مَجْنُون⁩, ⁧مُخَبَّل⁩; Bashkir: иҫәр, диуана, алйот, тиле, йүләр, тинтәк, һантый; Belarusian: шаленец, вар'ят, бязумец; Bulgarian: луд, побъ́ркан; Catalan: boig; Chinese Mandarin: 瘋子/疯子, 狂人, 瘋人/疯人; Czech: šílenec, blázen; Danish: galning; Dutch: dolleman, gek, krankzinnig, waanzinnig; Esperanto: frenezulo; French: fou, insensé; Galician: tolo, louco; German: Irrer, Wahnsinniger, Verrückter; Greek: τρελός; Ancient Greek: μανείς, μάργος; Hindi: दीवाना, पागल, पगला; Irish: fear mire; Italian: matto, pazzo; Japanese: 狂人, 気違い; Kikuyu: mũgũrũki; Kongo: kilawu; Korean: 광인(狂人), 미치광이; Latin: homo furiosus, demens; Latvian: ārprātīgais, neprātis; Macedonian: луд, лудак; Maori: ō; Nandi: kipiyuo; Norman: fo; Norwegian Bokmål: galning; Persian: ⁧دیوانه⁩; Polish: szaleniec, psychol, świr, szajbus, świrus, obłąkaniec, pomyleniec, postrzeleniec, popierdoleniec, jebnięty, czubek, oszołom, pojebaniec, wariat; Portuguese: doido, louco, maluco; Russian: безумец, сумасшедший, чокнутый; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̀ђа̄к, лудак; Roman: lùđāk, ludak; Slovak: šialenec, blázon; Slovene: norec, blaznež; Spanish: loco; Sranan Tongo: lawman; Swahili: chizi; Swedish: dåre, galning; Ukrainian: варіят, безумець, божеві́льний, шаленець, божеві́лець; Urdu: ⁧دیوانہ⁩, ⁧پاگل⁩