Τρέλλος
Greek (Liddell-Scott)
Τρέλλος: -ου, ὁ, ὄν. κύρ. ἀνδρός, Ἐπιγρ. ἐπιτυμβία Ἀθηνῶν, τοῦ δʹ πρὸ Χρ. αἰῶνος ἐπὶ ὑδρίας λιθίνης ἀναγλύπτου. (Sybel, Katal. b. Sculbt. zu Athen N0 3974) ἔχουσα οὕτω· Πυθίων Τρέλλο· Καθάρα Τρέλλο. - Κατ’ ἐξαίρεσιν περιελάβομεν ἐνταῦθα τοῦτο τὸ ἀνδρὸς κύριον ὄνομα, ἐπειδὴ τὸ θεωροῦμεν ὡς αὐτὸ τὸ ἐπίθ. τρελλός, ὅπερ ἐν τῇ συνηθείᾳ ὂν ἐν χρήσει ἀποδεικνύεται οὕτω πάνυ παλαιόν. Πρβλ. καὶ τὰ παρ’ Ἡρῳδιανῷ (π. μονήρ. λέξ. 12, 5): «Τρέλλων· παρὰ Σώφρονι τὸ ὄνομα». Νομίζομεν δέ, ὅτι τὸ θέμα αὐτοῦ (ἴσως τὸ τρέω) συγγενεύει τῷ toll τῶν Γερμανῶν («und Tell ist toll» Schiller.) καὶ τῷ stolidus stultus τῶν Ῥωμαίων καὶ τῷ deli τῶν Τούρκων, εἰ καὶ ὁ Κούρτιος ἐν Griech. Etymol βʹ ἐκδ. σ. 192 καὶ 196 ἄλλως πως θεωρεῖ τὰς Λατιν. λέξεις stolidus καὶ stultus. Ὁ Κοραῆς τὸν τρελλὸν παραφθορὰν τοῦ τραυλὸς προσεπάθησε ν’ ἀποδείξῃ ἐν σημ. εἰς τὸ Ἱπποκρ. π. ἀέρ. ὑδ. τόπ. Γαλλικ. ἐκδ. τ. βʹ. σ. 229 καὶ Ἀτάκτ. τ. αʹ, σ. 186). Ὁ δὲ Δουκάγγιος σ. 1601 καὶ ἔτι μᾶλλον ὁ Ῥεΐσκιος (σημ. εἰς Κ. Πορφυρογ. τ. Βʹ τῆς ἐκδ. Βόν. σʹ 497) ἐνόμισεν, ὅτι τὸ τρελλὸς εἶναι ἐκ τοῦ στρεβλὸς παρεφθαρμένον «κατὰ ἔθος τῆς novæ Græcitatis τοῦ ἀφαιρεῖν πολλάκις τὸ ἐν ἀρχῇ λέξεων σῖγμα», ὅπερ ἔθος εἰς ἐμὲ ὅλως ἄγνωστον εἶναι· διότι λέγομεν κοινῶς καὶ προφέρομεν τὸ σ πρὸ πάντων τῶν συμφώνων, ὅπου ἀνέκαθεν εὑρίσκετο ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς λέξεσιν, ἢ ταῖς μικρὸν παραλλαχθείσαις καὶ ἰδοὺ τὰ παραδείγματα. πρὸ τοῦ τρ: στραβός, στραγγίζω, στράφτω, στρέμμα, στρέφω, στροβίλια, στρογγύλος, Στροφάδια, στρῶμα κτλ. πρὸ τοῦ τ: σταλάζω, σταλίκια, στάμνα, στάση, στατέρα, σταυρός, σταφίδα, στάφνη, σταφύλια, στεγνός, στειλιάρι, στεῖρα, στέκομαι, στέλνω, στενός, στέρεος, στέριφη, στεφάνι, στῆθος, στημόνι, στιχάρι, στοιχειό, στοίχημα, στόμα, στομάχι, στουπί, στυφός, κλπ. πρὸ τοῦ β: σβένω ἢ σβύνω καὶ σβήνω, σβύσιμον. πρὸ τοῦ κ: σκαλίζω, σκαρμός, σκάπτω, σκέλδα, σκέλια, σκεπάζω, σκεπάρνι, σκομπρί, Σκόπελος, σκοπός, σκόρδον, σκορπίζω, σκορπιός, σκοτεινός, σκοτωμός, σκουλῆκι, σκουλλί, σκύλλος κτλ. πρὸ τοῦ χ, (τοῦ γινομένου ἐν τῇ προφορᾷ κ, πλὴν ἴσως ἐν τῇ λέξει σχῆμα) σκάζω καὶ σκάω, ῶ, καὶ σκάνω, σκασμός, σκίζα, σκίζω, σκοινί, σκοῖνος, σκολάζω, σκολειό, σκόλη κτλ. πρὸ τοῦ μ, (ὅτε γίνεται ζ): Σμαράγδα, σμαράγδι, σμίγω, σμίλα, Σμύρνη κτλ. πρὸ τοῦ π: σπάζω καὶ σπάνω καὶ σπάω, ῶ, σπάθα, σπανός, σπάργανα, σπάρος, σπάρτα, σπαρτά, σπέρνω, σπηλῃά, σπίθα, σπίνος, σπλαγχνίζομαι, σπλῆνα, σπόρος, κτλ. πρὸ τοῦ φ: σφάζω, σφάλνω ἢ σφάλλω, σφάλμα, σφάχτης, σφενδόνα, σφῆκα, σφίγγω, σφογγάρι, σφονδύλι σφυγμός, σφυρὶ κτλ. Ταῦτα ἀναγράψαντες διὰ τοὺς ξένους, νομίζομεν, ὅτι δὲν εἶναι ὀλίγαι ἀποδείξεις τῆς μὴ ἀποβολῆς τοῦ σ. Ἐξ ἐναντίας μάλιστα ἡ συνήθεια ἡμῶν καὶ προσθέτει τὸ σ πρὸ λέξεών τινων, αἵτινες δὲν τὸ εἶχον ἔκπαλαι, ὑποβαρβαρίζουσα, ὥς που λέγει ὄχι τόσον δικαίως ὁ Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος, ῥητῶς ἀναφέρων τὴν σκλήθραν (τὸ δένδρον κλήθραν), καὶ ὄντως καὶ αὐτὴν οὕτω νῦν λέγομεν, καὶ σκάρφην καὶ σκόνην, καὶ σκύφτω καὶ σπουργίτην, καὶ σφαλάγγι καὶ Σκάρπαθον καὶ εἴτι ἄλλο ἀκόμη· καθὼς ἔλεγον καὶ οἱ παλαιοὶ σκνὶψ καὶ κνίψ, σπέλεθος καὶ πέλεθος καὶ ἄλλα. Δὲν ἀποσιωπῶμεν δέ, ὅτι πολὺ κοινῶς, ἀλλ’ ὄχι πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος, μία λέξις ἡ πιθαμὴ λέγεται ἄνευ τοῦ σ, οὕτω διφορεῖται καὶ ἡ μαρίδα καὶ σμαρίδα, ἔτι δὲ τὰ κουράδια, ὄχι τὰ παρὰ Κρησί, τὰ ἐκ τῆς κουρᾶς, ἀλλὰ τὰ ἄλλα τὰ κακέμφατα τὰ προξενήσαντα τὴν «Βαβυλωνίαν» ἔπαθαν στέρησιν τοῦ σ, ἂν ὄντως, ὡς ὁ Κοραῆς ἔγραψε, παρεμορφώθησαν ἀπό τινος παλαιοῦ κωράδιον (Ἴδε Ἀτ. τ. Εʹ, σ. 328). Ἀλλὰ διὰ μίαν ἢ δύο τυχὸν λέξεις, παθούσας ἀποβολὴν τοῦ ἀρκτικοῦ σ, οὐδαμῶς εἶναι ὀρθὸν νὰ λέγηται, ὅτι συχνὸν ἢ κανονικὸν τὸ πάθος, ἐπ’ αὐτοῦ δ’ ὕστερον νὰ στηρίζωνται παραγωγαὶ καὶ ἐτυμολογίαι. Τέλος λέγομεν, ὅτι τὸ παρασχὸν ἡμῖν ἀφορμὴν τόσων λόγων ἐπίθετον ἠκούσαμεν ἡμεῖς παρὰ Μακεδόνων προφερόμενον καὶ κατὰ μετάθεσιν στοιχείων τερλός, καὶ ληφθήτω ὑπ᾿ ὄψιν παρὰ τῶν γλωσσολόγων καὶ τοῦτο τὸ πάθος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.