Σιμόεις: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 27: | Line 27: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Σῐμόεις:''' -εντος, ὁ, ο [[ποταμός]] [[Σιμόεις]], [[μικρός]] [[ποταμός]] της Μικράς Ασίας που χυνόταν στον ποταμό Σκάμανδρο, σε Ομήρ. Ιλ.· συνηρ. Σῐμοῦς, <i>-οῦντος</i>, σε Ησίοδ.· επίθ., Σιμοέντιος, συνηρ. Σιμούντιος, <i>-α</i>, <i>-ον</i> ή <i>-ος</i>, <i>-ον</i>, σε Ευρ.· ποιητ. θηλ. [[Σιμοεντίς]], <i>- | |lsmtext='''Σῐμόεις:''' -εντος, ὁ, ο [[ποταμός]] [[Σιμόεις]], [[μικρός]] [[ποταμός]] της Μικράς Ασίας που χυνόταν στον ποταμό Σκάμανδρο, σε Ομήρ. Ιλ.· συνηρ. Σῐμοῦς, <i>-οῦντος</i>, σε Ησίοδ.· επίθ., Σιμοέντιος, συνηρ. Σιμούντιος, <i>-α</i>, <i>-ον</i> ή <i>-ος</i>, <i>-ον</i>, σε Ευρ.· ποιητ. θηλ. [[Σιμοεντίς]], <i>-ίδος</i>, στον ίδ.· επίσης Σιμοείσιος, <i>-ον</i>, σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Σῐμόεις, εντος, ὁ,<br />the [[river]] [[Simois]], Il.; contr. Σῐμοῦς, οῦντος, Hes.; adj. Σιμοέντιος, contr. Σιμούντιος, α, ον, or ος, ον, Eur.; poet. fem. [[Σιμοεντίς]], ίδος, Eur.; also Σιμοείσιος, ον, Strab. | |mdlsjtxt=Σῐμόεις, εντος, ὁ,<br />the [[river]] [[Simois]], Il.; contr. Σῐμοῦς, οῦντος, Hes.; adj. Σιμοέντιος, contr. Σιμούντιος, α, ον, or ος, ον, Eur.; poet. fem. [[Σιμοεντίς]], ίδος, Eur.; also Σιμοείσιος, ον, Strab. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
εντος, ὁ, the river Simois, Il.4.475, al.; contr. Σῐμοῦς, οῦντος, Hes.Th.342:—Adj. Σιμοέντιος, contr. Σιμούντιος, α, ον, E. Or.809 (lyr.), IA767 (lyr.); also ος, ον Id.Hel.250 (lyr.); poet. fem. Σιμοεντίς, ίδος, Id.Andr.1019 (lyr.); Σιμουντίς, Ar.Th.110; also Σιμοείσιος, ον, Str.13.1.34, Tryph.326 (as pr. n., Il.4.474).
French (Bailly abrégé)
όεντος (ὁ) :
le Simoïs, fl. de Troade.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Σῐμόεις: όεντος, стяж. Σῐμοῦς, οῦντος ὁ Симоэнт или Симунт (приток р. Скамандр в Троаде) Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Σῑμόεις: -εντος, ὁ, Simoïs, Ἰλ.· συνῃρ. Σῐμοῦς, οῦντος, Ἡσ. Θ. 342· ― ἐπίθετ. Σιμοέντιος, συνῃρ. Σιμούντιος, α, ον, Ευρ. Ὀρ. 809. Ι. Α. 767· ὡσαύτως ος, ον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 250· ποιητ. θηλ. Σιμοεντίς, -ίδος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1018· Σιμοῦντις Ἀριστοφ. Θεσμ. 110· ὡσαύτως Σιμοείσιος, ον, Στράβ. 597, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-.) 326.
English (Autenrieth)
Simois.—(1) a small river rising in Mt. Ida, and flowing through the Trojan plain into the Scamander, Il. 5.774,, Il. 12.22, Il. 4.475, Ζ, Il. 20.52. (See plate V., at end of volume).—(2) the same personified, the god of the river, Il. 21.307.
Greek Monolingual
-εντος, και Σιμοῦς, -οῦν
τος, ὁ, Α
ποταμός της Τρωάδος της Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ συχνά στην Ιλιάδα του Ομήρου, ιδίως στις αφηγήσεις μαχών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με σιμός δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
Σῐμόεις: -εντος, ὁ, ο ποταμός Σιμόεις, μικρός ποταμός της Μικράς Ασίας που χυνόταν στον ποταμό Σκάμανδρο, σε Ομήρ. Ιλ.· συνηρ. Σῐμοῦς, -οῦντος, σε Ησίοδ.· επίθ., Σιμοέντιος, συνηρ. Σιμούντιος, -α, -ον ή -ος, -ον, σε Ευρ.· ποιητ. θηλ. Σιμοεντίς, -ίδος, στον ίδ.· επίσης Σιμοείσιος, -ον, σε Στράβ.
Middle Liddell
Σῐμόεις, εντος, ὁ,
the river Simois, Il.; contr. Σῐμοῦς, οῦντος, Hes.; adj. Σιμοέντιος, contr. Σιμούντιος, α, ον, or ος, ον, Eur.; poet. fem. Σιμοεντίς, ίδος, Eur.; also Σιμοείσιος, ον, Strab.