σκυταλίδα: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
(37)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σκυταλίς]], -[[ίδος]], ΝΑ<br /><b>υποκορ.</b> <b>νεοελλ.</b> <b>ναυτ.</b> [[φωτοβολίδα]] που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται [[ψηλά]] με [[σωλήνα]] για την [[μεταβίβαση]] μηνύματος ή για την [[σήμανση]] τη [[νύχτα]], στη [[διάρκεια]] γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[ραβδί]] ή μικρό [[ρόπαλο]] («[[σκυταλίδα]] δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει [τὸ ἱρήιον]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως όπλο) [[ρόπαλο]]<br /><b>3.</b> [[μοχλός]] που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να σύρουν τα δίχτια στη [[στεριά]]<br /><b>4.</b> [[ράβδος]] φορείου<br /><b>5.</b> [[ταινία]] ή [[ράβδος]] μεταλλική<br /><b>6.</b> [[μηχανή]] με την οποία εκσφενδόνιζαν φλεγόμενα υλικά<br /><b>7.</b> καθένα από τα οστά τών δακτύλων, [[φάλαγγα]]<br /><b>8.</b> ενεπίγραφη [[πινακίδα]]<br /><b>9.</b> [[παραφυάδα]] δένδρου<br /><b>10.</b> εύκαμπτο [[κλαδάκι]] ιτιάς<br /><b>11.</b> όργανο που χρησιμοποιούσαν για την [[μάλαξη]] τών [[μυών]] του σώματος<br /><b>12.</b> [[είδος]] μικρού καβουριού<br /><b>13.</b> [[είδος]] κάμπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυτάλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=η / [[σκυταλίς]], -ίδος, ΝΑ<br /><b>υποκορ.</b> <b>νεοελλ.</b> <b>ναυτ.</b> [[φωτοβολίδα]] που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται [[ψηλά]] με [[σωλήνα]] για την [[μεταβίβαση]] μηνύματος ή για την [[σήμανση]] τη [[νύχτα]], στη [[διάρκεια]] γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[ραβδί]] ή μικρό [[ρόπαλο]] («[[σκυταλίδα]] δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει [τὸ ἱρήιον]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως όπλο) [[ρόπαλο]]<br /><b>3.</b> [[μοχλός]] που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να σύρουν τα δίχτια στη [[στεριά]]<br /><b>4.</b> [[ράβδος]] φορείου<br /><b>5.</b> [[ταινία]] ή [[ράβδος]] μεταλλική<br /><b>6.</b> [[μηχανή]] με την οποία εκσφενδόνιζαν φλεγόμενα υλικά<br /><b>7.</b> καθένα από τα οστά τών δακτύλων, [[φάλαγγα]]<br /><b>8.</b> ενεπίγραφη [[πινακίδα]]<br /><b>9.</b> [[παραφυάδα]] δένδρου<br /><b>10.</b> εύκαμπτο [[κλαδάκι]] ιτιάς<br /><b>11.</b> όργανο που χρησιμοποιούσαν για την [[μάλαξη]] τών [[μυών]] του σώματος<br /><b>12.</b> [[είδος]] μικρού καβουριού<br /><b>13.</b> [[είδος]] κάμπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυτάλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[πινακίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:17, 1 March 2024

Greek Monolingual

η / σκυταλίς, -ίδος, ΝΑ
υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων
αρχ.
1. μικρό ραβδί ή μικρό ρόπαλοσκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει [τὸ ἱρήιον]», Ηρόδ.)
2. (ως όπλο) ρόπαλο
3. μοχλός που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να σύρουν τα δίχτια στη στεριά
4. ράβδος φορείου
5. ταινία ή ράβδος μεταλλική
6. μηχανή με την οποία εκσφενδόνιζαν φλεγόμενα υλικά
7. καθένα από τα οστά τών δακτύλων, φάλαγγα
8. ενεπίγραφη πινακίδα
9. παραφυάδα δένδρου
10. εύκαμπτο κλαδάκι ιτιάς
11. όργανο που χρησιμοποιούσαν για την μάλαξη τών μυών του σώματος
12. είδος μικρού καβουριού
13. είδος κάμπιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].