ὑπολαΐς: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(43) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypolais | |Transliteration C=ypolais | ||
|Beta Code=u(polai/+s | |Beta Code=u(polai/+s | ||
|Definition= | |Definition=ΐδος, ἡ, an unknown small bird, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''564a2, cf. 592b22 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιλαΐς]]), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.17.9, Antig.''Mir.''100 (cj.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also [[ὑποληΐς]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1222.png Seite 1222]] ΐδος, ἡ, die singende Grasmücke, auch ὑπολᾶϊς, ὑπολῆϊς geschrieben; Arist. H. A. 6, 7. 9, 29; Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1222.png Seite 1222]] ΐδος, ἡ, die singende Grasmücke, auch ὑπολᾶϊς, ὑπολῆϊς geschrieben; Arist. H. A. 6, 7. 9, 29; Theophr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[ᾱ] ΐδος (ἡ),<br />pouillot, <i>oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid</i>, ARSTT. <i>HA</i> 6.7.5, THPHR. <i>CP</i> 2.17.9.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λᾶς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπολᾱΐς:''' ΐδος ἡ [[каменка]] (птица Saxicola oenante) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπολᾱΐς''': ΐδος, ἡ, μικρόν τι πτηνόν, πιθ., Saxicola oenanthe, κοινῶς «ποταμίδα», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7, 5 (κοινῶς φέρεται [[ἐπιλαΐς]])· ὁ δὲ [[τύπος]] ὑπολωΐς, [[εἶναι]] διάφορ. γραφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2., 17, 9. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ὑπολαΐς]]· [[ὄρνις]] τις τῶν σκωληκοφάγων». | |lstext='''ὑπολᾱΐς''': ΐδος, ἡ, μικρόν τι πτηνόν, πιθ., Saxicola oenanthe, κοινῶς «ποταμίδα», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7, 5 (κοινῶς φέρεται [[ἐπιλαΐς]])· ὁ δὲ [[τύπος]] ὑπολωΐς, [[εἶναι]] διάφορ. γραφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2., 17, 9. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ὑπολαΐς]]· [[ὄρνις]] τις τῶν σκωληκοφάγων». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η / [[ὑπολαΐς]], -ίδος, ΝΑ, και [[ὑπολωΐς]] και [[ὑποληΐς]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την [[κοινή]] γενική [[ονομασία]] [[στριτσίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπολαΐς]] [[ὄρνις]] τις τῶν σκωληκοφάγων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. πτηνού, η οποία συνδέεται με τη λ. [[λαιός]] (Ι) «[[πετροκότσυφας]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ἐπιλαΐς]]). Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hypolais</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{FriskDe | ||
| | |ftr='''ὑπολαΐς''': {hupolaḯs}<br />'''See also''': s. [[λᾶας]].<br />'''Page''' 2,972 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, an unknown small bird, Arist.HA564a2, cf. 592b22 (v.l. ἐπιλαΐς), Thphr. CP 2.17.9, Antig.Mir.100 (cj.), Hsch.; also ὑποληΐς, Id.
German (Pape)
[Seite 1222] ΐδος, ἡ, die singende Grasmücke, auch ὑπολᾶϊς, ὑπολῆϊς geschrieben; Arist. H. A. 6, 7. 9, 29; Theophr.
French (Bailly abrégé)
[ᾱ] ΐδος (ἡ),
pouillot, oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid, ARSTT. HA 6.7.5, THPHR. CP 2.17.9.
Étymologie: ὑπό, λᾶς.
Russian (Dvoretsky)
ὑπολᾱΐς: ΐδος ἡ каменка (птица Saxicola oenante) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολᾱΐς: ΐδος, ἡ, μικρόν τι πτηνόν, πιθ., Saxicola oenanthe, κοινῶς «ποταμίδα», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7, 5 (κοινῶς φέρεται ἐπιλαΐς)· ὁ δὲ τύπος ὑπολωΐς, εἶναι διάφορ. γραφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2., 17, 9. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὑπολαΐς· ὄρνις τις τῶν σκωληκοφάγων».
Greek Monolingual
η / ὑπολαΐς, -ίδος, ΝΑ, και ὑπολωΐς και ὑποληΐς Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την κοινή γενική ονομασία στριτσίδα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπολαΐς ὄρνις τις τῶν σκωληκοφάγων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. πτηνού, η οποία συνδέεται με τη λ. λαιός (Ι) «πετροκότσυφας» (πρβλ. και ἐπιλαΐς). Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, πρβλ. νεολατ. hypolais].
Frisk Etymology German
ὑπολαΐς: {hupolaḯs}
See also: s. λᾶας.
Page 2,972