καταβάδην: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katavadin
|Transliteration C=katavadin
|Beta Code=kataba/dhn
|Beta Code=kataba/dhn
|Definition=[βᾰ], Adv. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with one's feet down</b> (coined as opp. to [[ἀναβάδην]], q. v.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>411</span>.</span>
|Definition=[βᾰ], Adv. [[with one's feet down]] (coined as opp. to [[ἀναβάδην]], [[quod vide|q.v.]]), [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''411.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1338.png Seite 1338]] herabsteigend, abwärts, Ggstz von [[ἀναβάδην]], wie Ar. Ach. 385 [[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν [[καταβάδην]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1338.png Seite 1338]] herabsteigend, abwärts, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἀναβάδην]], wie Ar. Ach. 385 [[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν [[καταβάδην]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[en descendant]].<br />'''Étymologie:''' [[καταβαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βάδην [καταβαίνω] adv., met de voeten op de grond.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβάδην:''' (βᾰ) adv. спускаясь вниз: [[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν κ. Arph. ты сочиняешь, карабкаясь наверх, тогда как можно (делать это) внизу (ирон. о творчестве Эврипида).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβάδην''': βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν [[πόδα]] [[κάτω]], [[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν [[καταβάδην]], κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα [[πόδα]] ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν [[κάτω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. [[ἀναβάδην]].
|lstext='''καταβάδην''': βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν [[πόδα]] [[κάτω]], [[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν [[καταβάδην]], κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα [[πόδα]] ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν [[κάτω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. [[ἀναβάδην]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en descendant.<br />'''Étymologie:''' [[καταβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβάδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια [[προς]] τα [[κάτω]], σε [[θέση]] ανθρώπου που κάθεται («[[ἀναβάδην]] ποιεῑς ἐξὸν [[καταβάδην]];» — γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια [[προς]] τα [[πάνω]], ενώ [[είναι]] δυνατόν να τους γράφεις [[καθιστός]], με τα πόδια [[προς]] τα [[κάτω]]; <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βάδην]]].
|mltxt=[[καταβάδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια [[προς]] τα [[κάτω]], σε [[θέση]] ανθρώπου που κάθεται («[[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν [[καταβάδην]];» — γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια [[προς]] τα [[πάνω]], ενώ [[είναι]] δυνατόν να τους γράφεις [[καθιστός]], με τα πόδια [[προς]] τα [[κάτω]]; <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βάδην]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβάδην:''' [βᾰ], επίρρ., κατηφορικά ή προς τα [[κάτω]]· πρβλ. [[ἀναβάδην]].
|lsmtext='''καταβάδην:''' [βᾰ], επίρρ., κατηφορικά ή προς τα [[κάτω]]· πρβλ. [[ἀναβάδην]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βάδην [καταβαίνω] adv., met de voeten op de grond.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβάδην:''' (βᾰ) adv. спускаясь вниз: [[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν κ. Arph. ты сочиняешь, карабкаясь наверх, тогда как можно (делать это) внизу (ирон. о творчестве Эврипида).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[going]] [[down]] or downstairs: cf. [[ἀναβάδην]].
|mdlsjtxt=[[going]] [[down]] or downstairs: cf. [[ἀναβάδην]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβάδην Medium diacritics: καταβάδην Low diacritics: καταβάδην Capitals: ΚΑΤΑΒΑΔΗΝ
Transliteration A: katabádēn Transliteration B: katabadēn Transliteration C: katavadin Beta Code: kataba/dhn

English (LSJ)

[βᾰ], Adv. with one's feet down (coined as opp. to ἀναβάδην, q.v.), Ar.Ach.411.

German (Pape)

[Seite 1338] herabsteigend, abwärts, Gegensatz von ἀναβάδην, wie Ar. Ach. 385 ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en descendant.
Étymologie: καταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βάδην [καταβαίνω] adv., met de voeten op de grond.

Russian (Dvoretsky)

καταβάδην: (βᾰ) adv. спускаясь вниз: ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν κ. Arph. ты сочиняешь, карабкаясь наверх, тогда как можно (делать это) внизу (ирон. о творчестве Эврипида).

Greek (Liddell-Scott)

καταβάδην: βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν πόδα κάτω, ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην, κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν κάτω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. ἀναβάδην.

Greek Monolingual

καταβάδην (Α)
επίρρ. κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια προς τα κάτω, σε θέση ανθρώπου που κάθεται («ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην;» — γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια προς τα πάνω, ενώ είναι δυνατόν να τους γράφεις καθιστός, με τα πόδια προς τα κάτω; Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βάδην].

Greek Monotonic

καταβάδην: [βᾰ], επίρρ., κατηφορικά ή προς τα κάτω· πρβλ. ἀναβάδην.

Middle Liddell

going down or downstairs: cf. ἀναβάδην.