παροδίτης: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui passe, passant.<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[voyageur qui passe]], [[passant]].<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰροδίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[проходящий мимо]], [[прохожий]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ό, θηλ. | |mltxt=ό, θηλ. παροδῖτις, Α<br />αυτός που περνά από τον δρόμο, ο [[διαβάτης]], ο [[περαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάροδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[συνοδίτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παροδίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, [[διαβάτης]], [[οδοιπόρος]], [[περαστικός]], σε Ανθ.· θηλ. [[παροδῖτις]], <i>-ιδος</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''παροδίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, [[διαβάτης]], [[οδοιπόρος]], [[περαστικός]], σε Ανθ.· θηλ. [[παροδῖτις]], <i>-ιδος</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=a [[passer]]-by, [[wayfarer]], Anth.:— fem. [[παροδῖτις]], ιδος, Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 3 March 2024
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, passer-by, traveller, Hp. Ep.17, AP9.249 (Maec.), IG 14.494 (Catana):—fem. παροδῖτις, ιδος, AP 7.429 (Alc.), 9.373.
German (Pape)
[Seite 524] ὁ, der Vorübergehende, Hippocr.; Qu. Maec. 10 (IX, 249), ὦ παροδῖτα; übh. am Wege, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
voyageur qui passe, passant.
Étymologie: πάροδος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰροδίτης: ου (ῑ) ὁ проходящий мимо, прохожий Anth.
Greek (Liddell-Scott)
παροδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρερχόμενος, διαβάτης, Ἱππ. 1280. 16, Ἀνθ. Π. 9. 249· -θηλ., παροδῖτις, ιδος, ὁ αὐτ. 7. 429., 9. 373.
Greek Monolingual
ό, θηλ. παροδῖτις, Α
αυτός που περνά από τον δρόμο, ο διαβάτης, ο περαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάροδος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. συνοδίτης)].
Greek Monotonic
παροδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, διαβάτης, οδοιπόρος, περαστικός, σε Ανθ.· θηλ. παροδῖτις, -ιδος, στον ίδ.