μονοστόρθυγξ: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[carved]] out of a [[single]] [[block]], Anth.
|mdlsjtxt=[[carved]] out of a [[single]] [[block]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοστόρθυγξ Medium diacritics: μονοστόρθυγξ Low diacritics: μονοστόρθυγξ Capitals: ΜΟΝΟΣΤΟΡΘΥΓΞ
Transliteration A: monostórthynx Transliteration B: monostorthynx Transliteration C: monostorthygks Beta Code: monosto/rqugc

English (LSJ)

υγγος, ὁ, ἡ, carved out of a single block, Πρίηπος AP6.22 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 205] υγγος, aus einem Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22).

French (Bailly abrégé)

υγγος;
adj. m.
taillé d'un seul bloc.
Étymologie: μόνος, στόρθυγξ.

Russian (Dvoretsky)

μονοστόρθυγξ: υγγος adj. вырезанный из одного куска (Πρίαπος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μονοστόρθυγξ: ὁ, ἡ, κατεσκευασμένος ἐξ ἑνὸς μόνου στελέχους, μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, τῷ ἐπὶ ἑνὶ ποδὶ ἱσταμένῳ, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σχολιαστοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 22· πρβλ. μονόξυλος.

Greek Monolingual

μονοστόρθυγξ, -υγγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + στόρθυγξ «άκρο»].

Greek Monotonic

μονοστόρθυγξ: ὁ, ἡ, κομμένος από έναν μόνο ογκόλιθο, σε Ανθ.

Middle Liddell

carved out of a single block, Anth.