ἀμφοτερόπλοος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[sailing]] [[both]] ways:— τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (''[[sc.]]'' [[δάνειον]]), [[money]] lent on [[bottomry]], [[when]] the [[lender]] [[bore]] the [[risk]] [[both]] of the [[outward]] and [[homeward]] [[voyage]], Dem.
|mdlsjtxt=[[sailing]] [[both]] ways:— τὸ [[ἀμφοτερόπλουν]] (''[[sc.]]'' [[δάνειον]]), [[money]] lent on [[bottomry]], [[when]] the [[lender]] [[bore]] the [[risk]] [[both]] of the [[outward]] and [[homeward]] [[voyage]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοτερόπλοος Medium diacritics: ἀμφοτερόπλοος Low diacritics: αμφοτερόπλοος Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΟΠΛΟΟΣ
Transliteration A: amphoteróploos Transliteration B: amphoteroploos Transliteration C: amfoteroploos Beta Code: a)mfotero/ploos

English (LSJ)

ἀμφοτερόπλοον, contr. ἀμφοτερόπλους, ἀμφοτερόπλουν,
A navigable on both sides, γῆ Poll.9.18.
2 τὸ ἀμφοτερόπλουν = (sc. ἀργύριον or δάνειον) money lent on bottomry, when the lender bore the risk of the outward and homeward voyage, ἐδάνεισα Φορμίωνι κ' μνᾶς ἀμφοτερόπλουν εἰς τὸν Πόντον D.34.6, etc.; ἀ. κέρδος Ael.Ep.18; opp. ἑτερόπλουν, q.v.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): contr. ἀμφοτερόπλους, -ουν
1 navegable por dos lados γῆ de un istmo, Poll.9.18.
2 de ambas navegaciones, del viaje de ida y vuelta de un barco, ἀργύριον D.34.25, δάνειον Harp., Poll.8.141, κέρδος Ael.Ep.18
ac. adverb. δανείζονται ... ἐπὶ τῇ νηὶ τρισχιλίας δραχμὰς ἀμφοτερόπλουν prestan sobre la nave tres mil dracmas para el viaje de ida y vuelta D.56.6, cf. 34.6, 23.

German (Pape)

[Seite 146] ουν, von beiden Seiten zu umschiffen, γῆ Poll. 9, 18, oder zu beiden Seiten schiffbar, B. A. 202; τὸ ἀμφοτερόπλουν, sc. ἀργύριον od. δάνειον, Geld auf Bodmerei für die Hin- u. die Rückfahrt ausgelichen, so daß der Gläubiger Capital u. Zinsen erst nach der Rückfahrt erhält, vgl. ἑτερόπλουν Dem. 34, 6 u. öfter. S. Böckh Staatshaush. I p. 147.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοτερόπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, ουν, ὁ ἀμφοτέρωθεν πλευστός, γῆ Πολυδ. Θ΄. 18. 2) τὸ ἀμφοτερόπλουν (ἐνν. ἀργύριονδάνειον), ναυτοδάνειον ἐπὶ ὑποθηκεύσει τοῦ πλοίου, ὁπότε ὁ δανειστὴς διέτρεχε κίνδυνον διά τε τὴν ἄνοδον καὶ τὴν ἐπιστροφὴν ἢ κάθοδον, ἐδάνεισα Φορμίωνι κ΄ μνᾶς ἀμφοτερόπλουν εἰς τὸν Πόντον Δημ. 908. 20, κτλ.: - «Ὅταν τις ναυτικὸν δανείσῃ ἐπὶ τῷ καὶ ἐνθένδε πλεῦσαί ποι κἀκεῖθεν ἐνθάδε, τοῦτο ἀμφοτερόπλουν καλεῖται» Ἁρποκρ.: - ὁπόταν δὲ διέτρεχε κίνδυνον μόνον διὰ τὴν ἄνοδον τοῦ πλοίου, ἡ λέξις ἣν μετεχειρίζοντο ἦτο ἑτερόπλουν, ἴδε Βοίκχιον Π. Οἰ. 1. 176 κἑξ.· πρβλ. ναυτικόν.

Greek Monotonic

ἀμφοτερόπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν, αυτός που πλέει με δύο τρόπους· τὸ ἀμφοτερόπλουν (ενν. δάνειον), ναυτοδάνειο, χρήματα με υποθήκευση του πλοίου, όπου ο δανειστής διέτρεχε τον κίνδυνο και του απόπλου και της επανόδου του πλοίου, σε Δημ.

Middle Liddell

sailing both ways:— τὸ ἀμφοτερόπλουν (sc. δάνειον), money lent on bottomry, when the lender bore the risk both of the outward and homeward voyage, Dem.