ἀναπυνθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapynthanomai
|Transliteration C=anapynthanomai
|Beta Code=a)napunqa/nomai
|Beta Code=a)napunqa/nomai
|Definition=<span class="bld">A</span> [[inquire closely into]], τὰς πάτρας αὐτῶν ἀνεπύθετο Hdt.6.128; ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα Id.8.90; ἀναπυθώμεθα τούσδε τίνες ποτὲ καὶ πόθεν ἔμολον Ar.''Av.''403.<br><span class="bld">2</span> abs., <b class="b3">ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω</b> discover [[by inquiry]], Hdt.5.57; also, [[learn by inquiry]], ἀ. ταῦτα πραττόμενα X.''An.''5.7.1 codd.; ἀ. περί τινος Pl.''Hp.Mi.''363b; <b class="b3">ἀ. τί τινος</b> [[ask of]] a person, Ar.''Pax'' 693.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[inquire closely into]], τὰς πάτρας αὐτῶν ἀνεπύθετο [[Herodotus|Hdt.]]6.128; ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα Id.8.90; ἀναπυθώμεθα τούσδε τίνες ποτὲ καὶ πόθεν ἔμολον [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''403.<br><span class="bld">2</span> abs., <b class="b3">ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω</b> discover [[by inquiry]], [[Herodotus|Hdt.]]5.57; also, [[learn by inquiry]], ἀ. ταῦτα πραττόμενα X.''An.''5.7.1 codd.; ἀ. περί τινος Pl.''Hp.Mi.''363b; <b class="b3">ἀ. τί τινος</b> [[ask of]] a person, Ar.''Pax'' 693.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[inquire]] [[closely]] [[into]], [[ascertain]], Hdt.; τὸν ποιήσαντα Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[learn]] by [[inquiry]], Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> to [[inquire]] [[closely]] [[into]], [[ascertain]], Hdt.; τὸν ποιήσαντα Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[learn]] by [[inquiry]], Hdt., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπυνθάνομαι Medium diacritics: ἀναπυνθάνομαι Low diacritics: αναπυνθάνομαι Capitals: ΑΝΑΠΥΝΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anapynthánomai Transliteration B: anapynthanomai Transliteration C: anapynthanomai Beta Code: a)napunqa/nomai

English (LSJ)

A inquire closely into, τὰς πάτρας αὐτῶν ἀνεπύθετο Hdt.6.128; ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα Id.8.90; ἀναπυθώμεθα τούσδε τίνες ποτὲ καὶ πόθεν ἔμολον Ar.Av.403.
2 abs., ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω discover by inquiry, Hdt.5.57; also, learn by inquiry, ἀ. ταῦτα πραττόμενα X.An.5.7.1 codd.; ἀ. περί τινος Pl.Hp.Mi.363b; ἀ. τί τινος ask of a person, Ar.Pax 693.

German (Pape)

[Seite 204] (s. πυνθάνομαι), ausforschen, erkunden, Her. 5, 57; τινός, aus Jemandem herausfragen, Ar. Pax 676; ταῦτα πραττόμενα, daß etwas betrieben wird, erfahren, Xen. An. 5, 7, 1; παρά τινός τι, Ath. I, 2 b.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναπεύσομαι, ao.2 ἀνεπυθόμην;
s'informer de : τὸν ποιήσαντα HDT s'informer de celui qui a fait.
Étymologie: ἀνά, πυνθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπυνθάνομαι: (fut. ἀναπεύσομαι, aor. 2 ἀνεπυθόμην) расспрашивать, разузнавать (τι Her., Xen. и περί τινος Plat.): ἀναπυθέσθαι τί τινος Arph. разузнать что-л. у кого-л.; ἀ. τινα Her. расспрашивать о ком-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπυνθάνομαι: μέλλ. -πεύσομαι Δημ.: ἐξετάζω ἐπιμελῶς, ἀνερευνῶ, τὰς πάτρας τε αὐτῶν ἀνεπύθετο Ἡρόδ. 6. 128· ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα ὁ αὐτ. 8. 90· ἀναπυθώμεθα τούςδε, τίνες ποτέ, καὶ πόθεν ἔμολον Ἀριστοφ. Ὄρν. 403. 2) ἀνερωτῶ, ἀνερευνῶ, ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω Ἡρόδ. 5. 57· πληροφοροῦμαι, μανθάνω, ταῦτα οὖν οἱ στρατιῶται ἀνεπύθοντο Ξεν. Ἀν. 5. 7, 1· ἀν περί τινος Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 363Β· ἀν. τί τινος, ἐρωτῶ τινα, μανθάνω παρ’ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 693.

Greek Monolingual

ἀναπυνθάνομαι (Α)
1. εξετάζω με επιμέλεια, ερευνώ, ρωτώ
2. πληροφορούμαι, μαθαίνω ρωτώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + πυνθάνομαι «πληροφορούμαι».
ΠΑΡ. ανάπευσις, ανάπυστος].

Greek Monotonic

ἀναπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αόρ. βʹ -επῠθόμην·
1. εξετάζω επιμελώς, ανακρίνω, διερευνώ, σε Ηρόδ.· τὸν ποιήσαντα, στον ίδ.
2. μαθαίνω κατόπιν έρευνας, στον ίδ., Ξεν.

Middle Liddell

1. to inquire closely into, ascertain, Hdt.; τὸν ποιήσαντα Hdt.
2. to learn by inquiry, Hdt., Xen.