ἀντιπολιτεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
(6_5)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antipoliteyomai
|Transliteration C=antipoliteyomai
|Beta Code=a)ntipoliteu/omai
|Beta Code=a)ntipoliteu/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be a political opponent</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1274a14</span>; οἱ-όμενοι <b class="b2">the opposite party</b>, <span class="bibl">Din. 1.97</span>: in sg., <b class="b2">political opponent</b>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>7.8.5</span>: metaph., ὁ φθόνος ταῖς πράξεσιν ἀ. Aristonym. ap. Stob.3.38.36; . τινι <span class="bibl">Plu. <span class="title">Them.</span>19</span>, <span class="bibl"><span class="title">Per.</span>8</span>.</span>
|Definition=to be a [[political]] [[opponent]], Arist.''Pol.''1274a14; οἱ [[ἀντιπολιτευόμενοι]] = the [[opposite]] [[party]], Din. 1.97: in sg., [[ἀντιπολιτευόμενος]] = [[political]] [[opponent]], Cic.''Att.''7.8.5: metaph., ὁ φθόνος ταῖς πράξεσιν ἀ. Aristonym. ap. Stob.3.38.36; ἀντιπολιτεύομαι τινι Plu. ''Them.''19, ''Per.''8.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ser oponente político]], [[oponerse]] c. πρός y ac. de pers. ἐν δ' Ἄργει Νικόστρατος ἀντεπολιτεύσατο πρὸς Φάυλλον Plu.2.760a, cf. Plb.18.43.6, [[LXX]] 4<i>Ma</i>.4.1<br /><b class="num">•</b>c. dat. τῷ Περικλεῖ Plu.<i>Per</i>.8, τοῖς παλαιοῖς βασιλεῦσι Plu.<i>Them</i>.19, τοῖς τυράννοις Plu.2.760b<br /><b class="num"></b>abs. ἐκ δὲ τῶν λοιπῶν πόλεων τοὺς μὲν ἀντιπολιτευομένους ἐπανείλετο Plb.3.18.1, cf. Arist.<i>Pol</i>.1274<sup>a</sup>14, Plb.1.8.4, οἱ ἀντιπολιτευόμενοι el partido opuesto</i> Plb.12.13.8, Din.1.97, ὁ ἀντιπολιτευόμενος el rival político</i> Cic.<i>Att</i>.131.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[oponerse]] ὁ φθόνος ... ταῖς καλαῖς ἀντιπολιτεύεται πράξεσιν Aristonym. en Stob.3.38.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0259.png Seite 259]] nach entgegengesetzten Grundsätzen in der Staatsverwaltung verfahren, Jemandes politischer Gegner sein, Din. 1, 97 Pol. 1, 8 u. öfter; Cic. Attic. 7, 8; οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, die entgegenstehenden Parteien im Staate; τινί Plut. Nic. 2 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0259.png Seite 259]] nach entgegengesetzten Grundsätzen in der Staatsverwaltung verfahren, Jemandes politischer Gegner sein, Din. 1, 97 Pol. 1, 8 u. öfter; Cic. Attic. 7, 8; οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, die entgegenstehenden Parteien im Staate; τινί Plut. Nic. 2 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=suivre une politique opposée (à celle de qqn), être dans l'opposition.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], πολιτεύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπολῑτεύομαι:''' [[принадлежать к противоположной политической группировке]] Arst.: ἀ. τινι и πρός τινα Plut. быть чьим-л. политическим противником.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπολῑτεύομαι''': ἀποθ., εἶμαι πολιτικὸς [[ἀντίπαλος]], Ἀριστ, Πολιτικ. 2. 12, 5· οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, ἡ ἐναντία [[μερίς]], Δείναρχ. 102. 30· ἀντ. τινί, ἐναντιοῦμαι εἰς τὴν πολιτείαν ἢ τὴν πολιτικήν τινος, Πλουτ. Θεμ. 19, Περικλ. 8· ἀντιπολιτευόμενον..., τοῖς ἀγορεύουσιν Φιλόστρ. 2. 20, 24.
|lstext='''ἀντιπολῑτεύομαι''': ἀποθ., εἶμαι πολιτικὸς [[ἀντίπαλος]], Ἀριστ, Πολιτικ. 2. 12, 5· οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, ἡ ἐναντία [[μερίς]], Δείναρχ. 102. 30· ἀντ. τινί, ἐναντιοῦμαι εἰς τὴν πολιτείαν ἢ τὴν πολιτικήν τινος, Πλουτ. Θεμ. 19, Περικλ. 8· ἀντιπολιτευόμενον..., τοῖς ἀγορεύουσιν Φιλόστρ. 2. 20, 24.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀντιπολιτεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πολιτικός]] [[αντίπαλος]], [[εναντιώνομαι]] στην [[πολιτική]] εκείνου που βρίσκεται στην [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. ως ουσ.) <i>οι αντιπολιτευόμενοι</i><br />η αντίθετη [[πολιτική]] [[μερίδα]], αυτοί που ανήκουν στα [[εκτός]] της κυβέρνησης κόμματα<br /><b>3.</b> [[εναντιώνομαι]], [[κάνω]] [[αντίπραξη]] σε κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπολῑτεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ., είμαι [[πολιτικός]] [[αντίπαλος]], σε Αριστ.· <i>ἀντ. τινι</i>, [[αντιτίθεμαι]] στην [[πολιτική]] του, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. to be a [[political]] [[opponent]], Arist.; ἀντ. τινι to [[oppose]] his [[policy]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπολῑτεύομαι Medium diacritics: ἀντιπολιτεύομαι Low diacritics: αντιπολιτεύομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: antipoliteúomai Transliteration B: antipoliteuomai Transliteration C: antipoliteyomai Beta Code: a)ntipoliteu/omai

English (LSJ)

to be a political opponent, Arist.Pol.1274a14; οἱ ἀντιπολιτευόμενοι = the opposite party, Din. 1.97: in sg., ἀντιπολιτευόμενος = political opponent, Cic.Att.7.8.5: metaph., ὁ φθόνος ταῖς πράξεσιν ἀ. Aristonym. ap. Stob.3.38.36; ἀντιπολιτεύομαι τινι Plu. Them.19, Per.8.

Spanish (DGE)

ser oponente político, oponerse c. πρός y ac. de pers. ἐν δ' Ἄργει Νικόστρατος ἀντεπολιτεύσατο πρὸς Φάυλλον Plu.2.760a, cf. Plb.18.43.6, LXX 4Ma.4.1
c. dat. τῷ Περικλεῖ Plu.Per.8, τοῖς παλαιοῖς βασιλεῦσι Plu.Them.19, τοῖς τυράννοις Plu.2.760b
abs. ἐκ δὲ τῶν λοιπῶν πόλεων τοὺς μὲν ἀντιπολιτευομένους ἐπανείλετο Plb.3.18.1, cf. Arist.Pol.1274a14, Plb.1.8.4, οἱ ἀντιπολιτευόμενοι el partido opuesto Plb.12.13.8, Din.1.97, ὁ ἀντιπολιτευόμενος el rival político Cic.Att.131.5
fig. oponerse ὁ φθόνος ... ταῖς καλαῖς ἀντιπολιτεύεται πράξεσιν Aristonym. en Stob.3.38.36.

German (Pape)

[Seite 259] nach entgegengesetzten Grundsätzen in der Staatsverwaltung verfahren, Jemandes politischer Gegner sein, Din. 1, 97 Pol. 1, 8 u. öfter; Cic. Attic. 7, 8; οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, die entgegenstehenden Parteien im Staate; τινί Plut. Nic. 2 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

suivre une politique opposée (à celle de qqn), être dans l'opposition.
Étymologie: ἀντί, πολιτεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπολῑτεύομαι: принадлежать к противоположной политической группировке Arst.: ἀ. τινι и πρός τινα Plut. быть чьим-л. политическим противником.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπολῑτεύομαι: ἀποθ., εἶμαι πολιτικὸς ἀντίπαλος, Ἀριστ, Πολιτικ. 2. 12, 5· οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, ἡ ἐναντία μερίς, Δείναρχ. 102. 30· ἀντ. τινί, ἐναντιοῦμαι εἰς τὴν πολιτείαν ἢ τὴν πολιτικήν τινος, Πλουτ. Θεμ. 19, Περικλ. 8· ἀντιπολιτευόμενον..., τοῖς ἀγορεύουσιν Φιλόστρ. 2. 20, 24.

Greek Monolingual

ἀντιπολιτεύομαι)
1. είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι στην πολιτική εκείνου που βρίσκεται στην εξουσία
2. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι
η αντίθετη πολιτική μερίδα, αυτοί που ανήκουν στα εκτός της κυβέρνησης κόμματα
3. εναντιώνομαι, κάνω αντίπραξη σε κάποιον.

Greek Monotonic

ἀντιπολῑτεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., είμαι πολιτικός αντίπαλος, σε Αριστ.· ἀντ. τινι, αντιτίθεμαι στην πολιτική του, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Dep. to be a political opponent, Arist.; ἀντ. τινι to oppose his policy, Plut.