αὐτοσίδηρος: Difference between revisions
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=of [[sheer]] [[iron]], with [[stroke]] of [[sword]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 3 March 2024
English (LSJ)
[ῐ], Dor. αὐτοσίδαρος,, ον, of sheer iron, ἅμιλλα αὐ. 'with cold steel', E.Hel.356 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 402] ganz von Eisen, Eur. Hel. 356.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout de fer.
Étymologie: αὐτός, σίδηρος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσίδηρος: весь из железа: ἅμιλλα αὐ. Eur. удар железом.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσίδηρος: -ον, ἐξ αὐτοῦ τοῦ σιδήρου, σιδηροῦς, ἅμιλλα αὐτ., κτύπημα ξίφους, Εὐρ. Ἑλ. 356.
Greek Monolingual
αὐτοσίδηρος, -ον (Α)
φρ. «ἅμιλλα αὐτοσίδηρος» — μονομαχία με σιδερένιο σπαθί (Ευρ.).
Greek Monotonic
αὐτοσίδηρος: [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το χτύπημα του ξίφους, σε Ευρ.