ἀξιοθέατος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(5)
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aksiotheatos
|Transliteration C=aksiotheatos
|Beta Code=a)cioqe/atos
|Beta Code=a)cioqe/atos
|Definition=Ion. ἀξιοθέητος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well worth seeing</b>, <span class="bibl">Hdt.1.14</span>,<span class="bibl">184</span>, al., <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>1.10</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>17</span>: Comp. -ότερος <span class="bibl">Plu. <span class="title">Demetr.</span>43</span>: Sup. -ότατος <span class="bibl">Hdt.2.176</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>4.2</span>.</span>
|Definition=Ion. [[ἀξιοθέητος]], ον, [[well worth seeing]], [[Herodotus|Hdt.]]1.14,184, al., X.''Smp.''1.10, Corn.''ND''17: Comp. -ότερος Plu. ''Demetr.''43: Sup. -ότατος [[Herodotus|Hdt.]]2.176, X.''Lac.''4.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[ἀξιοθέητος]] Hdt.1.14<br />[[digno de ser contemplado]] θρόνος Hdt.l.c., χῶμα Hdt.1.184, ἔργα τὸ [[μέγαθος]] ἀ. Hdt.2.176, οἱ ἐκ θεῶν του κατεχόμενοι X.<i>Smp</i>.1.10, Καλλίας <i>ib</i>., ἀγών X.<i>Lac</i>.4.2, [[δύναμις]] Corn.<i>ND</i> 17, ἔργον Plu.<i>Demetr</i>.43, κάλλος Aristaenet.1.12.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] ion. ἀξιοθέητος, sehenswerth, oft bei Her., z. B. 1, 14. 184; Xen. Hell. 4, 5, 6 u. öfter; der Betrachtung, Erwägung werth, Oec. 3, 4 τοῦτο ἀξ. τῆς οἰκονομίας [[ἔργον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] ion. [[ἀξιοθέητος]], [[sehenswert]], oft bei Her., z. B. 1, 14. 184; Xen. Hell. 4, 5, 6 u. öfter; der [[Betrachtung]], Erwägung wert, Oec. 3, 4 τοῦτο ἀξ. τῆς οἰκονομίας [[ἔργον]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[digne d'être examiné]] <i>ou</i> contemplé.<br />'''Étymologie:''' [[ἄξιος]], [[θεάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξιοθέᾱτος:''' ион. ἀξιοθέητος 2 [[заслуживающий внимания]], [[достопримечательный]] (ἔργα Her., Xen., Plut.; θεᾶσθαι τὰ ἀξιοθέατα Xen.; [[ἀνήρ]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀξιοθέᾱτος''': Ἰων. -ητος, ον, [[ἄξιος]] θέας, Ἡρόδ. 1. 14, 184, κ. ἀλλ., Ξεν. Συμπ. 1. 10: ― Συγκρ. -ότερος Πλουτ. Δημήτρ. 43. Ὑπερθ. -ότατος Ἡρόδ. 2. 176, Ξεν. Λακ. 4. 2.
|lstext='''ἀξιοθέᾱτος''': Ἰων. -ητος, ον, [[ἄξιος]] θέας, Ἡρόδ. 1. 14, 184, κ. ἀλλ., Ξεν. Συμπ. 1. 10: ― Συγκρ. -ότερος Πλουτ. Δημήτρ. 43. Ὑπερθ. -ότατος Ἡρόδ. 2. 176, Ξεν. Λακ. 4. 2.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />digne d’être examiné <i>ou</i> contemplé.<br />'''Étymologie:''' [[ἄξιος]], [[θεάομαι]].
|mltxt=, -ο (Α [[ἀξιοθέατος]] κ. <b>ιων.</b> -ητος, -ον)<br />[[άξιος]] θέας, [[αξιοπαρατήρητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα αξιοθέατα</i><br />αυτά που παρουσιάζουν [[ενδιαφέρον]] σε έναν [[τόπο]], τα μέρη ή οι χώροι που αξίζει να επισκεφθεί ή να δει [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άξιος]] <span style="color: red;">+</span> [[θεατός]] <span style="color: red;"><</span> [[θεώμαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιοθέᾱτος:''' Ιων. -ητος, -ον, [[άξιος]] προς [[θέαση]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἀξιοθέητος Hdt.1.14<br />[[digno de ser contemplado]] θρόνος Hdt.l.c., χῶμα Hdt.1.184, ἔργα τὸ μέγαθος ἀ. Hdt.2.176, οἱ ἐκ θεῶν του κατεχόμενοι X.<i>Smp</i>.1.10, Καλλίας <i>ib</i>., ἀγών X.<i>Lac</i>.4.2, [[δύναμις]] Corn.<i>ND</i> 17, ἔργον Plu.<i>Demetr</i>.43, κάλλος Aristaenet.1.12.4.
|mdlsjtxt=well [[worth]] [[seeing]], Hdt., Xen.
}}
}}
{{grml
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀξιοθέατος]] κ. <b>ιων.</b> -ητος, -ον)<br />[[άξιος]] θέας, [[αξιοπαρατήρητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα αξιοθέατα</i><br />αυτά που παρουσιάζουν [[ενδιαφέρον]] σε έναν [[τόπο]], τα μέρη ή οι χώροι που αξίζει να επισκεφθεί ή να δει [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άξιος]] <span style="color: red;">+</span> [[θεατός]] <span style="color: red;"><</span> [[θεώμαι]]].
|woodrun=[[worth seeing]]
}}
}}

Latest revision as of 15:41, 11 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιοθέᾱτος Medium diacritics: ἀξιοθέατος Low diacritics: αξιοθέατος Capitals: ΑΞΙΟΘΕΑΤΟΣ
Transliteration A: axiothéatos Transliteration B: axiotheatos Transliteration C: aksiotheatos Beta Code: a)cioqe/atos

English (LSJ)

Ion. ἀξιοθέητος, ον, well worth seeing, Hdt.1.14,184, al., X.Smp.1.10, Corn.ND17: Comp. -ότερος Plu. Demetr.43: Sup. -ότατος Hdt.2.176, X.Lac.4.2.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): jón. ἀξιοθέητος Hdt.1.14
digno de ser contemplado θρόνος Hdt.l.c., χῶμα Hdt.1.184, ἔργα τὸ μέγαθος ἀ. Hdt.2.176, οἱ ἐκ θεῶν του κατεχόμενοι X.Smp.1.10, Καλλίας ib., ἀγών X.Lac.4.2, δύναμις Corn.ND 17, ἔργον Plu.Demetr.43, κάλλος Aristaenet.1.12.4.

German (Pape)

[Seite 269] ion. ἀξιοθέητος, sehenswert, oft bei Her., z. B. 1, 14. 184; Xen. Hell. 4, 5, 6 u. öfter; der Betrachtung, Erwägung wert, Oec. 3, 4 τοῦτο ἀξ. τῆς οἰκονομίας ἔργον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'être examiné ou contemplé.
Étymologie: ἄξιος, θεάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοθέᾱτος: ион. ἀξιοθέητος 2 заслуживающий внимания, достопримечательный (ἔργα Her., Xen., Plut.; θεᾶσθαι τὰ ἀξιοθέατα Xen.; ἀνήρ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοθέᾱτος: Ἰων. -ητος, ον, ἄξιος θέας, Ἡρόδ. 1. 14, 184, κ. ἀλλ., Ξεν. Συμπ. 1. 10: ― Συγκρ. -ότερος Πλουτ. Δημήτρ. 43. Ὑπερθ. -ότατος Ἡρόδ. 2. 176, Ξεν. Λακ. 4. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιοθέατος κ. ιων. -ητος, -ον)
άξιος θέας, αξιοπαρατήρητος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αξιοθέατα
αυτά που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε έναν τόπο, τα μέρη ή οι χώροι που αξίζει να επισκεφθεί ή να δει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + θεατός < θεώμαι].

Greek Monotonic

ἀξιοθέᾱτος: Ιων. -ητος, -ον, άξιος προς θέαση, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

well worth seeing, Hdt., Xen.

English (Woodhouse)

worth seeing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)