περίληψις: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] ἡ, das Umfassen, Begreifen, Clem. Al. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] ἡ, das [[Umfassen]], [[Begreifen]], Clem. Al. u. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίληψις:''' εως ἡ [[схватывание]]: ἡ π. τῆς ἀρχῆς Arst. содержание в себе (жизненного) начала. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίληψις''': ἡ, τὸ λαμβάνειν διὰ τῆς χειρός, «περιλήψει δύο [[ψήφων]] ὁμοχρόων» Πολυδ. Θ΄, 98· ἐναγκαλισμός, καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήψεως Ἑβδ. (Ἐκκλ. Γ΄, 5). ΙΙ. [[κατανόησις]], ἐν τῇ π. τῆς ἀρχῆς τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 17, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12, Πλωτῖν. 753Α, Πρόκλ., κτλ.· - κατὰ περίληψιν λέγειν, δηλ. περιληπτικῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802· τὸ ῥητορικὸν τοῦτο [[σχῆμα]] καλεῖται [[σχῆμα]] περιληπτικὸν ὑπὸ τοῦ Οὐλπ. εἰς Δημ. κατὰ Ἀριστοκράτ. 454. | |lstext='''περίληψις''': ἡ, τὸ λαμβάνειν διὰ τῆς χειρός, «περιλήψει δύο [[ψήφων]] ὁμοχρόων» Πολυδ. Θ΄, 98· ἐναγκαλισμός, καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήψεως Ἑβδ. (Ἐκκλ. Γ΄, 5). ΙΙ. [[κατανόησις]], ἐν τῇ π. τῆς ἀρχῆς τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 17, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12, Πλωτῖν. 753Α, Πρόκλ., κτλ.· - κατὰ περίληψιν λέγειν, δηλ. περιληπτικῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802· τὸ ῥητορικὸν τοῦτο [[σχῆμα]] καλεῖται [[σχῆμα]] περιληπτικὸν ὑπὸ τοῦ Οὐλπ. εἰς Δημ. κατὰ Ἀριστοκράτ. 454. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η / [[περίληψις]], -ήψεως, ΝΜΑ [[περιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περιλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> (για λόγο γραπτό ή προφορικό) σύντομη [[απόδοση]] του περιεχομένου ενός κειμένου ή μιας ομιλίας («εν περιλήψει» και «σε [[περίληψη]]» — [[σύντομα]], με [[λίγα]] [[λόγια]])<br /><b>3.</b> [[σύνοψη]], [[επιτομή]] («[[κατά]] περίληψιν λέγωσιν», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> συνοπτική [[έκθεση]] του περιεχομένου ενός δικογράφου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σε συγκεκρ. σημ.) αυτό που περιλαμβάνει, που περιέχει [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να λαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] με το [[χέρι]]<br /><b>2.</b> [[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]], [[αγκάλιασμα]]<br /><b>3.</b> [[κατάληψη]], [[κατανόηση]]<br /><b>4.</b> [[αντίληψη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:37, 12 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A grasping with the hand, Poll.9.98; embracing, LXX Ec.3.5.
II comprehension, ἐν τῇ περιλήψει τῆς ἀρχῆς τῆς ψυχικῆς in the fact of their comprehending the vital principle, Arist.GA762a25, cf. Epicur.Ep.1p.16U.(pl.); ἐπιστημονικὴ περίληψις Procl. in Alc.p.276 C.; εἰς καθολικὴν καὶ ἔντεχνον περίληψιν πεσεῖν admit of general and technical comprehension, D.H.Comp.12.
III inclusion, κατὰ περίληψιν = comprehensively S.E.M.10.99,286, cf. Procl. in Euc.p.395 F.
2 concrete, that which includes or that which comprehends, [θεὸς] πάντων περίληψις καὶ μέτρον Plot.6.8.18; ἡ ἡνωμένη περίληψις ἣν σπέρμα πάντων ἐκάλεσε Dam.Pr.98.
German (Pape)
[Seite 582] ἡ, das Umfassen, Begreifen, Clem. Al. u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
περίληψις: εως ἡ схватывание: ἡ π. τῆς ἀρχῆς Arst. содержание в себе (жизненного) начала.
Greek (Liddell-Scott)
περίληψις: ἡ, τὸ λαμβάνειν διὰ τῆς χειρός, «περιλήψει δύο ψήφων ὁμοχρόων» Πολυδ. Θ΄, 98· ἐναγκαλισμός, καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήψεως Ἑβδ. (Ἐκκλ. Γ΄, 5). ΙΙ. κατανόησις, ἐν τῇ π. τῆς ἀρχῆς τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 17, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12, Πλωτῖν. 753Α, Πρόκλ., κτλ.· - κατὰ περίληψιν λέγειν, δηλ. περιληπτικῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802· τὸ ῥητορικὸν τοῦτο σχῆμα καλεῖται σχῆμα περιληπτικὸν ὑπὸ τοῦ Οὐλπ. εἰς Δημ. κατὰ Ἀριστοκράτ. 454.
Greek Monolingual
η / περίληψις, -ήψεως, ΝΜΑ περιλαμβάνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιλαμβάνω
2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) σύντομη απόδοση του περιεχομένου ενός κειμένου ή μιας ομιλίας («εν περιλήψει» και «σε περίληψη» — σύντομα, με λίγα λόγια)
3. σύνοψη, επιτομή («κατά περίληψιν λέγωσιν», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
(νομ.) συνοπτική έκθεση του περιεχομένου ενός δικογράφου
μσν.-αρχ.
(σε συγκεκρ. σημ.) αυτό που περιλαμβάνει, που περιέχει κάτι άλλο
αρχ.
1. το να λαμβάνει κανείς κάτι με το χέρι
2. περίπτυξη, εναγκαλισμός, αγκάλιασμα
3. κατάληψη, κατανόηση
4. αντίληψη.