θυηπολέω: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />[[être chargé du soin d'un sacrifice]].<br />'''Étymologie:''' [[θυηπόλος]].
|btext=[[θυηπολῶ]] :<br />[[être chargé du soin d'un sacrifice]].<br />'''Étymologie:''' [[θυηπόλος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:28, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠηπολέω Medium diacritics: θυηπολέω Low diacritics: θυηπολέω Capitals: ΘΥΗΠΟΛΕΩ
Transliteration A: thyēpoléō Transliteration B: thyēpoleō Transliteration C: thyipoleo Beta Code: quhpole/w

English (LSJ)

A perform sacrifices, A.Ag.262, E.Tr.330 (lyr.), Pl.R. 364e, Polystr.p.9 W.; θεοῖς E.El.665.
2 trans., sacrifice, γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θ. S.Fr.126, cf. 522, Maiist.13:—Pass., θυηπολεῖται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο is filled with sacrifices by them, E.Heracl. 401.

German (Pape)

[Seite 1222] sich mit Opfern beschäftigen, VLL. περὶ θυσίαν ἀναστρέφεσθαι, opfern, Κρόνῳ, Soph. frg. 132; κατὰ σὸν ἀνάκτορον, Eur. Tr. 330; Plat. Rep. II, 364 e; Sp., wie D. Hal. 2, 67; auch pass., θυηπολεῖται ἄστυ μάντεων ὕπο, in der Stadt wird geopfert, Eur. Heracl. 402; – weissagen, Aesch. Ag. 253.

French (Bailly abrégé)

θυηπολῶ :
être chargé du soin d'un sacrifice.
Étymologie: θυηπόλος.

Russian (Dvoretsky)

θυηπολέω:
1 совершать жертвоприношения (Κρόνῳ Soph.; κατὰ τὰς Μουσαίου καὶ Ὀρφέως βίβλους Plat.): θ. κατὰ τὸν ἀνάκτορον (τοῦ Ἀπόλλωνος) Eur. совершать жертвоприношения в храме Аполлона; εὐαγγέλοισιν ἐλπίσιν θ. Aesch. приносить жертву в надежде на благоприятные вести;
2 очищать жертвоприношениями (θυηπολεῖται ἄστυ μάντεων ὕπο Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θυηπολέω: εἶμαι θυηπόλος, ἀσχολοῦμαι εἰς θυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 260, Εὐρ. Τρῳ. 330, Πλάτ. Πολ. 364Ε. 2) μεταβ., θυσιάζω, Κρόνῳ θυηπολεῖν βρότειον... γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132, πρβλ. 468∙ - Παθ., θυηπολεῖται δ’ ἄστυ μάντεων ὕπο, πληροῦται θυσιῶν ὑπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἡρακλ. 401, ἴδε Ruhnk ἐν Τιμ.

Greek Monotonic

θυηπολέω: μέλ. -ήσω,
1. απασχολώ τον εαυτό μου με θυσίες, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. μτβ., θυσιάζω· Παθ., θυηπολεῖται δ' ἄστυ, είναι γεμάτο με θυσίες, στον ίδ.

Middle Liddell

θυηπολέω, fut. -ήσω
1. to busy oneself with sacrifices, Aesch., Eur.
2. trans. to sacrifice:—Pass., θυηπολεῖται δ' ἄστυ is filled with sacrifices, Eur. [from θυηπόλος