συμπιλέω: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympileo | |Transliteration C=sympileo | ||
|Beta Code=sumpile/w | |Beta Code=sumpile/w | ||
|Definition= | |Definition=[[force together like felt]]: generally, [[compress]], Pl.''Ti.'' 45b:—more freq. in Pass., ib.49c, ''Plt.''281a, Arist.''Ph.''216a31, Hero ''Spir.''1 ''Prooemia'', etc.; τὰ λεῖα, κἂν.. βία συμπιληθῇ, ῥᾳδίως ἀπολύεται Diocl.Fr.26; [[συμπεπιλημένος]] [[of felted texture]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.7.5; <b class="b3">θρὶξ συνεπιλήθη</b> [[was matted together]], Pl.''Ti.''76c; κόμη αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Luc.''Tox.''30; τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γίνεσθαι βαρύτερον Arist.''Cael.''305b7; <b class="b3">ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι</b>, of Vesuvius, D.C.66.21; <b class="b3">πορφύρα ἄκρατος συμπεπ</b>. Plu.''Demetr.''41; of the intestines, to [[be obstructed]], Hp.''Loc.Hom.''10, ''Morb.''3.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] zusammenfilzen, -drücken; Plat. Tim. 45 b, u. öfter, Polit. 281 a; κόμην αὐχμηρὰν καὶ συμπεπιλημένην Luc. Tox. 30. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] zusammenfilzen, -drücken; Plat. Tim. 45 b, u. öfter, Polit. 281 a; κόμην αὐχμηρὰν καὶ συμπεπιλημένην Luc. Tox. 30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[συμπιλῶ]] :<br />[[fouler ensemble]], [[comprimer]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πιλέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπῑλέω''': [[συμπιέζω]] ὡς π. χ. τὸ μαλλίον πρὸς κατασκευὴν πιλήματος, Τουρκ. «κετσέ», Πλάτ. Τίμ. 45B· καὶ συχνότερον ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]] 49C, Πολιτικ. 281A· θρὶξ ξυνεπιλήθη, διὰ συμπιέσεως ἀπετέλεσε [[στρῶμα]], ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 76C· [[κόμη]] αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Λουκ. Τόξ. 30· τὸ αὐτὸ [[μέγεθος]] οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γενέσθαι βαρύτερον Ἀριστ. π. Οὐρ. 3· ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι, ἐπὶ τοῦ Οὐεσουβίου, Δίων Κ. 66. 21· [[πορφύρα]] [[ἄκρατος]] συμπεπ. Πλουτ. Δημήτρ. 41. | |lstext='''συμπῑλέω''': [[συμπιέζω]] ὡς π. χ. τὸ μαλλίον πρὸς κατασκευὴν πιλήματος, Τουρκ. «κετσέ», Πλάτ. Τίμ. 45B· καὶ συχνότερον ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]] 49C, Πολιτικ. 281A· θρὶξ ξυνεπιλήθη, διὰ συμπιέσεως ἀπετέλεσε [[στρῶμα]], ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 76C· [[κόμη]] αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Λουκ. Τόξ. 30· τὸ αὐτὸ [[μέγεθος]] οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γενέσθαι βαρύτερον Ἀριστ. π. Οὐρ. 3· ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι, ἐπὶ τοῦ Οὐεσουβίου, Δίων Κ. 66. 21· [[πορφύρα]] [[ἄκρατος]] συμπεπ. Πλουτ. Δημήτρ. 41. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συμπῑλέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сбивать в плотную массу]], [[сваливать]]: [[κόμη]] συμπεπιλημένη Luc. спутанные (досл. свалявшиеся) волосы; [[πορφύρα]] συμπεπιλημένη Plut. уплотненная пурпурная ткань;<br /><b class="num">2</b> [[сбивать в кучу]], [[сдавливать]]: συμπιλούμενοι πρὸς ἀλλήλους Plut. прижатые друг к другу (солдаты Пирра);<br /><b class="num">3</b> [[сгущать]], [[уплотнять]]: σ. τὸ [[μέσον]] τινός Plat. уплотнять середину чего-л. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συμ-πιλέω samenpersen:. πορφύρα ἄκρατος συμπεπιλημένη samengeperst onvermengd purper Plut. Demetr. 41.6. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:38, 16 March 2024
English (LSJ)
force together like felt: generally, compress, Pl.Ti. 45b:—more freq. in Pass., ib.49c, Plt.281a, Arist.Ph.216a31, Hero Spir.1 Prooemia, etc.; τὰ λεῖα, κἂν.. βία συμπιληθῇ, ῥᾳδίως ἀπολύεται Diocl.Fr.26; συμπεπιλημένος of felted texture, Thphr. HP 3.7.5; θρὶξ συνεπιλήθη was matted together, Pl.Ti.76c; κόμη αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Luc.Tox.30; τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γίνεσθαι βαρύτερον Arist.Cael.305b7; ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι, of Vesuvius, D.C.66.21; πορφύρα ἄκρατος συμπεπ. Plu.Demetr.41; of the intestines, to be obstructed, Hp.Loc.Hom.10, Morb.3.14.
German (Pape)
[Seite 987] zusammenfilzen, -drücken; Plat. Tim. 45 b, u. öfter, Polit. 281 a; κόμην αὐχμηρὰν καὶ συμπεπιλημένην Luc. Tox. 30.
French (Bailly abrégé)
συμπιλῶ :
fouler ensemble, comprimer.
Étymologie: σύν, πιλέω.
Greek (Liddell-Scott)
συμπῑλέω: συμπιέζω ὡς π. χ. τὸ μαλλίον πρὸς κατασκευὴν πιλήματος, Τουρκ. «κετσέ», Πλάτ. Τίμ. 45B· καὶ συχνότερον ἐν τῷ παθ., αὐτόθι 49C, Πολιτικ. 281A· θρὶξ ξυνεπιλήθη, διὰ συμπιέσεως ἀπετέλεσε στρῶμα, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 76C· κόμη αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Λουκ. Τόξ. 30· τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γενέσθαι βαρύτερον Ἀριστ. π. Οὐρ. 3· ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι, ἐπὶ τοῦ Οὐεσουβίου, Δίων Κ. 66. 21· πορφύρα ἄκρατος συμπεπ. Πλουτ. Δημήτρ. 41.
Russian (Dvoretsky)
συμπῑλέω:
1 сбивать в плотную массу, сваливать: κόμη συμπεπιλημένη Luc. спутанные (досл. свалявшиеся) волосы; πορφύρα συμπεπιλημένη Plut. уплотненная пурпурная ткань;
2 сбивать в кучу, сдавливать: συμπιλούμενοι πρὸς ἀλλήλους Plut. прижатые друг к другу (солдаты Пирра);
3 сгущать, уплотнять: σ. τὸ μέσον τινός Plat. уплотнять середину чего-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πιλέω samenpersen:. πορφύρα ἄκρατος συμπεπιλημένη samengeperst onvermengd purper Plut. Demetr. 41.6.