ἀελπτέω: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aelpteo
|Transliteration C=aelpteo
|Beta Code=a)elpte/w
|Beta Code=a)elpte/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[have no hope]], [[despair]], only in part., ἀελπτέοντες σόον εἶναι <span class="bibl">Il.7.310</span>; ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι <span class="bibl">Hdt.7.168</span>.</span>
|Definition=[[have no hope]], [[despair]], only in part., ἀελπτέοντες σόον εἶναι Il.7.310; ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι [[Herodotus|Hdt.]]7.168.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[desesperar]] ἀ. σόον εἶναι <i>Il</i>.7.310, τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.
}}
{{bailly
|btext=[[ἀελπτῶ]] :<br /><i>seul. part. prés.</i><br />ne point espérer, ne pas s'attendre à, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ἄελπτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀελπτέω]] [[ἄελπτος]] niet verwachten, niet (durven) hopen, met AcI.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀελπτέω:''' (только part. praes.) отчаяться, утратить надежду: ἀελπτέοντες σόον εἶναι Hom. не ожидавшие, что он невредим; ἀελπτέοντες τοὺς Ἓλληνας ὑπερβαλέεσθαι Her. не рассчитывая на то, что греки одолеют.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀελπτέω''': εἶμαι [[ἄελπτος]], δὲν ἔχω ἐλπίδα, ἀπογινώσκω, μόνον ἐν τῇ μετοχῇ ἀπαντᾷ, ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]], Ἰλ. Η. 310· ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, Ἡρόδ. 7. 168. Οἱ τύποι ἀελπέω, ἀελπής, ὑποστηρίζονται ὑπὸ Λοβ. Φρύν. 569.
|lstext='''ἀελπτέω''': εἶμαι [[ἄελπτος]], δὲν ἔχω ἐλπίδα, ἀπογινώσκω, μόνον ἐν τῇ μετοχῇ ἀπαντᾷ, ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]], Ἰλ. Η. 310· ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, Ἡρόδ. 7. 168. Οἱ τύποι ἀελπέω, ἀελπής, ὑποστηρίζονται ὑπὸ Λοβ. Φρύν. 569.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés.</i><br />ne point espérer, ne pas s'attendre à, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ἄελπτος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=be [[hopeless]]; ἀϝελπτέοντες σόον [[εἶναι]], ‘[[despairing]] of his [[safety]],’ i. e. ‘recovering him [[safe]] [[beyond]] [[their]] hopes,’ Il. 7.310†.
|auten=be [[hopeless]]; ἀϝελπτέοντες σόον [[εἶναι]], ‘[[despairing]] of his [[safety]],’ i. e. ‘recovering him [[safe]] [[beyond]] [[their]] hopes,’ Il. 7.310†.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[desesperar]] ἀ. σόον εἶναι <i>Il</i>.7.310, τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀελπτέω:''' ([[ἄελπτος]]), δεν έχω [[ελπίδα]]· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀελπτέω:''' ([[ἄελπτος]]), δεν έχω [[ελπίδα]]· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀελπτέω:''' (только part. praes.) отчаяться, утратить надежду: ἀελπτέοντες σόον εἶναι Hom. не ожидавшие, что он невредим; ἀελπτέοντες τοὺς Ἓλληνας ὑπερβαλέεσθαι Her. не рассчитывая на то, что греки одолеют.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄελπτος]]<br />to [[have]] no [[hope]], only in [[part]]., ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]] Il.; ἀ. ὑπερβαλέεσθαι Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἄελπτος]]<br />to [[have]] no [[hope]], only in [[part]]., ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]] Il.; ἀ. ὑπερβαλέεσθαι Hdt.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀελπτέω]] [[ἄελπτος]] niet verwachten, niet (durven) hopen, met AcI.
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀελπτέω Medium diacritics: ἀελπτέω Low diacritics: αελπτέω Capitals: ΑΕΛΠΤΕΩ
Transliteration A: aelptéō Transliteration B: aelpteō Transliteration C: aelpteo Beta Code: a)elpte/w

English (LSJ)

have no hope, despair, only in part., ἀελπτέοντες σόον εἶναι Il.7.310; ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.

Spanish (DGE)

desesperar ἀ. σόον εἶναι Il.7.310, τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.

French (Bailly abrégé)

ἀελπτῶ :
seul. part. prés.
ne point espérer, ne pas s'attendre à, inf..
Étymologie: ἄελπτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀελπτέω ἄελπτος niet verwachten, niet (durven) hopen, met AcI.

Russian (Dvoretsky)

ἀελπτέω: (только part. praes.) отчаяться, утратить надежду: ἀελπτέοντες σόον εἶναι Hom. не ожидавшие, что он невредим; ἀελπτέοντες τοὺς Ἓλληνας ὑπερβαλέεσθαι Her. не рассчитывая на то, что греки одолеют.

Greek (Liddell-Scott)

ἀελπτέω: εἶμαι ἄελπτος, δὲν ἔχω ἐλπίδα, ἀπογινώσκω, μόνον ἐν τῇ μετοχῇ ἀπαντᾷ, ἀελπτέοντες σόον εἶναι, Ἰλ. Η. 310· ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, Ἡρόδ. 7. 168. Οἱ τύποι ἀελπέω, ἀελπής, ὑποστηρίζονται ὑπὸ Λοβ. Φρύν. 569.

English (Autenrieth)

be hopeless; ἀϝελπτέοντες σόον εἶναι, ‘despairing of his safety,’ i. e. ‘recovering him safe beyond their hopes,’ Il. 7.310†.

Greek Monotonic

ἀελπτέω: (ἄελπτος), δεν έχω ελπίδα· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον εἶναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἄελπτος
to have no hope, only in part., ἀελπτέοντες σόον εἶναι Il.; ἀ. ὑπερβαλέεσθαι Hdt.