ἀναισθητέω: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaisthiteo | |Transliteration C=anaisthiteo | ||
|Beta Code=a)naisqhte/w | |Beta Code=a)naisqhte/w | ||
|Definition= | |Definition=[[lack]] [[perception]], D.18.221; ἀναισθητέω [[ταλαιπωρία]]ς = to [[be]] [[without]] [[sense]] of [[weariness]], J.''AJ''11.5.8; συμφορῶν ἀναισθητέω ''BJ''4.3.10: abs., Epicur.''Ep.''1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.''Abst.''1.39. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀναισθητεύομαι Phryn.328<br /><b class="num">1</b> [[carecer de la facultad de la sensación]], [[perder la sensibilidad]] Anon.Lond.11.27 (= Hippo A 11), Sor.127.6, ἡ ψυχή οὐδέποτε ... ἀναισθητεῖ Epicur.<i>Ep</i>.[2] 65<br /><b class="num">•</b>[[quedarse sin conocimiento]], [[perder el sentido]] ἡ ([[Ἀνθία]]) ... ἔκειτο ἀναισθητοῦσα X.Eph.3.7.4<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[no sentir]], [[no darse cuenta de]] τῶν θερμῶν Plu.2.1062c, ταλαιπωρίας I.<i>AI</i> 11.176, συμφορῶν I.<i>BI</i> 4.165, ἡμῶν Ap.Ty.<i>Ep</i>.35, τῆς χρηστότητος αὐτοῦ Ign.<i>Magn</i>.10.1.<br /><b class="num">2</b> [[ser insensato]] ἐπεπείσμην δ' ὑπὲρ [[ἐμαυτοῦ]] τυχὸν μὲν ἀναισθητῶν, ὅμως δ' ἐπεπείσμην en lo que a mí mismo se refiere, estaba convencido, tal vez insensatamente, pero de todas formas estaba convencido</i> D.18.221, cf. Ph.1.358, Chrys.M.57.378. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀναισθητῶ]] :<br />[[être insensible]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναίσθητος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναισθητέω:''' [[быть бесчувственным]], [[равнодушным]] или [[тупым]] Aesop., Dem., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναισθητέω''': στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν [[αἰσθάνομαι]] κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8. | |lstext='''ἀναισθητέω''': στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν [[αἰσθάνομαι]] κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=(Α [[ἀναισθητέω]], [[ἀναισθητῶ]])<br />δεν έχω [[αίσθηση]] ή [[αισθητικότητα]], [[είμαι]] [[αναίσθητος]] σωματικά ή ψυχικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προκαλώ]] σωματική [[αναισθησία]] [[κατά]] τις εγχειρήσεις με [[κατάλληλα]] φάρμακα, [[αναισθητίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναίσθητος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναισθήτηση]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναισθητέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀναισθητέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀναίσθητος]]<br />to [[want]] [[perception]], Dem. | |mdlsjtxt=[from [[ἀναίσθητος]]<br />to [[want]] [[perception]], Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 16 March 2024
English (LSJ)
lack perception, D.18.221; ἀναισθητέω ταλαιπωρίας = to be without sense of weariness, J.AJ11.5.8; συμφορῶν ἀναισθητέω BJ4.3.10: abs., Epicur.Ep.1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.Abst.1.39.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀναισθητεύομαι Phryn.328
1 carecer de la facultad de la sensación, perder la sensibilidad Anon.Lond.11.27 (= Hippo A 11), Sor.127.6, ἡ ψυχή οὐδέποτε ... ἀναισθητεῖ Epicur.Ep.[2] 65
•quedarse sin conocimiento, perder el sentido ἡ (Ἀνθία) ... ἔκειτο ἀναισθητοῦσα X.Eph.3.7.4
•c. gen. no sentir, no darse cuenta de τῶν θερμῶν Plu.2.1062c, ταλαιπωρίας I.AI 11.176, συμφορῶν I.BI 4.165, ἡμῶν Ap.Ty.Ep.35, τῆς χρηστότητος αὐτοῦ Ign.Magn.10.1.
2 ser insensato ἐπεπείσμην δ' ὑπὲρ ἐμαυτοῦ τυχὸν μὲν ἀναισθητῶν, ὅμως δ' ἐπεπείσμην en lo que a mí mismo se refiere, estaba convencido, tal vez insensatamente, pero de todas formas estaba convencido D.18.221, cf. Ph.1.358, Chrys.M.57.378.
German (Pape)
[Seite 190] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut.
French (Bailly abrégé)
ἀναισθητῶ :
être insensible.
Étymologie: ἀναίσθητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναισθητέω: быть бесчувственным, равнодушным или тупым Aesop., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισθητέω: στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν αἰσθάνομαι κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.
Greek Monolingual
(Α ἀναισθητέω, ἀναισθητῶ)
δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά
νεοελλ.
προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση].
Greek Monotonic
ἀναισθητέω: μέλ. -ήσω, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.
Middle Liddell
[from ἀναίσθητος
to want perception, Dem.