προσβοηθέω: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[προσβοηθῶ]] :<br />venir au secours de, <i>dat. ou</i> εἰς et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[βοηθέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:49, 16 March 2024
English (LSJ)
Ion. προσβωθέω, come to aid, abs., ναυσὶ π. Th.2.25, cf. 6.66, 69, etc.; δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν with ten ships... Id.8.23; στρατιᾷ καὶ ἵπποις v.l. in X.HG1.3.5; προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην v.l. in Hdt.8.144; οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσεβεβοηθήκει Th.1.50.
German (Pape)
[Seite 754] ion. προσβωθέω, zur Hülfe herbeieilen, zu Hülfe kommen; προσβωθῆσαι εἰς Βοιωτίην, Her. 8, 144; τινί, Thuc. 6, 66. 69 u. öfter; Xen. Cyr. 1, 4, 19; Pol. 2, 67, 6; εἰς τὴν Ῥώμην, 2, 24, 5.
French (Bailly abrégé)
προσβοηθῶ :
venir au secours de, dat. ou εἰς et l'acc..
Étymologie: πρός, βοηθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-βοηθέω, Ion. inf. aor. προςβωθῆσαι, te hulp komen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσβοηθέω: ион. προσβωθέω приходить на помощь, спешить на выручку (εἰς Βοιωτίην Her.; τινι Thuc., Plut.): ἡ πολλὴ στρατιὰ προσεβεβοηθήκει Thuc. большое войско прибыло на помощь.
Greek (Liddell-Scott)
προσβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, ἔρχομαι φέρων βοήθειαν, ἀπολ., Θουκ. 2. 25., 6. 66, 69, κτλ.· δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὁ αὐτ. 8. 23· στρατιᾷ καὶ ἵπποις Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 5· προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσβεβοηθήκει Θουκ. 1. 50.
Greek Monotonic
προσβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -ήσω, έρχομαι να βοηθήσω, έρχομαι να συντρέξω, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ.
Middle Liddell
ionic -βωθέω fut. ήσω
to come to aid, come up with succour, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.: absol., Thuc.