σιδηρόω: Difference between revisions
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
(11) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidiroo | |Transliteration C=sidiroo | ||
|Beta Code=sidhro/w | |Beta Code=sidhro/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[overlay with iron]], σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Luc. ''Pisc.''51:—mostly Pass., <b class="b3">ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου</b> [[iron had been laid]] over a great part of the rest of the wood, Th.4.100, cf. Aen. Tact.20.2, al.; ῥρυμοὶ σεσιδηρωμένοι ''IG''12.313.21; δράκοντα σεσιδηρωμένον Posidipp.26.8.<br><span class="bld">II</span> [[put in irons]], [[fetter]], [[P Lond]]. 2.422.1 (iv A.D.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] aus Eisen, zu Eisen machen, mit Eisen beschlagen; ἐσεσιδήρωτο, Thuc. 4, 100, δράκοντα σεσιδηρωμένον, Posidipp. bei Ath IX, 376 f (V. 8); σιδηρώσας τὰς ὁρμιάς, Luc. Pisc. 51. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[σιδηρῶ]] :<br />[[munir de fer]].<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιδηρόω [σίδηρος] met ijzer bedekken, beslaan:. ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου er was ook ijzerbeslag op een groot deel van de rest van het hout Thuc. 4.100.2. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηρόω:''' [[покрывать железом]] (τὴν ὁρμιάν Luc.): (ἡ [[κεραία]]) ἐσεσιδήρωτο Thuc. брус был обит железом. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῐδηρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σίδηρος]]), [[επικαλύπτω]], [[επιχρίω]] με σίδηρο, σε Λουκ. — Παθ., ἐσεσιδέρωτο ἐπὶ [[μέγα]] καὶ τοῦ [[ἄλλου]] ξύλου, είχε επιστρωθεί [[σίδηρος]] σ' ένα μεγάλο [[τμήμα]] και του υπόλοιπου ξύλου, σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σῐδηρόω''': ([[σίδηρος]]) ἐπικαλύπτω διὰ σιδήρου, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Λουκ. Ἁλ. 51· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, εἶχεν ἐπιτεθῇ [[σίδηρος]] καὶ εἰς μέγα [[μέρος]] τοῦ ἐπιλοίπου ξύλου, Θουκ. 4. 100· δράκοντα ... σεσιδηρωμένον Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 8· [[ὡσαύτως]], κεκαλυμμένον ὑπὸ σιδήρου, Ἐκκλ. 2) βάλλω τινὰ εἰς τὰ «σίδερα», ἁλύσεις, Ψευδο-Καλλισθ. Α΄, 39. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῐδηρόω, fut. -ώσω [[σίδηρος]]<br />to [[overlay]] with [[iron]], Luc.: —Pass., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ [[μέγα]] καὶ τοῦ [[ἄλλου]] ξύλου [[iron]] had been laid [[over]] a [[great]] [[part]] of the [[rest]] of the [[wood]], Thuc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 19 March 2024
English (LSJ)
A overlay with iron, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Luc. Pisc.51:—mostly Pass., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου iron had been laid over a great part of the rest of the wood, Th.4.100, cf. Aen. Tact.20.2, al.; ῥρυμοὶ σεσιδηρωμένοι IG12.313.21; δράκοντα σεσιδηρωμένον Posidipp.26.8.
II put in irons, fetter, P Lond. 2.422.1 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 880] aus Eisen, zu Eisen machen, mit Eisen beschlagen; ἐσεσιδήρωτο, Thuc. 4, 100, δράκοντα σεσιδηρωμένον, Posidipp. bei Ath IX, 376 f (V. 8); σιδηρώσας τὰς ὁρμιάς, Luc. Pisc. 51.
French (Bailly abrégé)
σιδηρῶ :
munir de fer.
Étymologie: σίδηρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόω [σίδηρος] met ijzer bedekken, beslaan:. ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου er was ook ijzerbeslag op een groot deel van de rest van het hout Thuc. 4.100.2.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόω: покрывать железом (τὴν ὁρμιάν Luc.): (ἡ κεραία) ἐσεσιδήρωτο Thuc. брус был обит железом.
Greek Monotonic
σῐδηρόω: μέλ. -ώσω (σίδηρος), επικαλύπτω, επιχρίω με σίδηρο, σε Λουκ. — Παθ., ἐσεσιδέρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, είχε επιστρωθεί σίδηρος σ' ένα μεγάλο τμήμα και του υπόλοιπου ξύλου, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόω: (σίδηρος) ἐπικαλύπτω διὰ σιδήρου, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Λουκ. Ἁλ. 51· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, εἶχεν ἐπιτεθῇ σίδηρος καὶ εἰς μέγα μέρος τοῦ ἐπιλοίπου ξύλου, Θουκ. 4. 100· δράκοντα ... σεσιδηρωμένον Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 8· ὡσαύτως, κεκαλυμμένον ὑπὸ σιδήρου, Ἐκκλ. 2) βάλλω τινὰ εἰς τὰ «σίδερα», ἁλύσεις, Ψευδο-Καλλισθ. Α΄, 39.
Middle Liddell
σῐδηρόω, fut. -ώσω σίδηρος
to overlay with iron, Luc.: —Pass., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου iron had been laid over a great part of the rest of the wood, Thuc.