προσλέγομαι: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσλέγομαι:''' [[λέγω]] I] (только 3 л. sing. aor. 2 [[προσέλεκτο]]) ложиться рядом | |elrutext='''προσλέγομαι:''' [[λέγω]] I] (только 3 л. sing. aor. 2 [[προσέλεκτο]]) [[ложиться рядом]] om. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:29, 21 March 2024
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 προσέλεκτο;
se coucher auprès.
Étymologie: πρός, λέγω¹.
Russian (Dvoretsky)
προσλέγομαι: λέγω I] (только 3 л. sing. aor. 2 προσέλεκτο) ложиться рядом om.
Greek (Liddell-Scott)
προσλέγομαι: Παθ., παρακλίνω ἐμαυτὸν πλησίον τινός, προσέλεκτο (γ΄ πρ. συγκεκομμ. ἀόρ.) παρέκλινεν ἑαυτὴν πλησίον μου, Ὀδ. Μ. 24. ΙΙ. Μέσ., προσφωνῶ, ὁμιλῶ, προσαγορεύω, τινα Θεόκρ. 1. 92, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 833· μεταφ., πολλὰ δὲ κακὰ προσελέξατο θυμῷ, «τουτέστιν ἐνενόησεν ἐν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ, ἤγουν καθ’ ἑαυτὸν» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 497.
Greek Monotonic
προσλέγομαι:I. Παθ., είμαι ξαπλωμένος πλησίον, προσέλεκτο (γʹ ενικ. συγκοπτ. αορ. βʹ), ξάπλωσε δίπλα μου, σε Ομήρ. Οδ.
II. Μέσ., μιλώ σε, προσφωνώ, προσαγορεύω, τινά, σε Θεόκρ.· μεταφ., κακὰ προσελέξατο θυμῷ, πήρε κακόβουλη συμβουλή μαζί του, σκέφτηκε το κακό, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
I. Pass. to lie beside, προσέλεκτο (3rd sg. aor2 syncop.) she lay beside or by me, Od.
II. Mid. to speak to, address, accost, τινά Theocr.: metaph., κακὰ προσελέξατο θυμῷ he took evil counsel with himself, meditated evil, Hes.