ἐκδιδράσκω: Difference between revisions
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκδιδράσκω:''' ион. [[ἐκδιδρήσκω]] (fut. ἐκδιδράσομαι с ᾱ, aor. ἐξέδραν) убегать | |elrutext='''ἐκδιδράσκω:''' ион. [[ἐκδιδρήσκω]] (fut. ἐκδιδράσομαι с ᾱ, aor. ἐξέδραν) [[убегать]] ur., Thuc., Arph.: [[ἐκδράντες]] ἐκ τῆς ἑρκτῆς Her. бежав(шие) из тюрьмы. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:35, 21 March 2024
English (LSJ)
Ion. ἐκδιδρήσκω, fut. ἐκδιδράσομαι [ᾱ]: aor. ἐξέδραν E. Heracl.14 (nowhere else in Trag.), D.C.37.47; part. ἐκδράς Hdt. 4.148, Ar.Ec.55:—run away, escape, ἐξ Αἰγύπτου Hdt.3.4, cf. 9.88, etc.; διὰ τῶν ὑδρορροῶν Ar.V.126: abs., Id.Ec.55, Th.1.126.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -δρήσκω Hdt.3.4, 6.24
• Morfología: [aor. ind. ἐξέδραν E.Heracl.14, inf. ἐκδρᾶναι D.C.37.47.2]
huir, escapar ἐξ Αἰγύπτου Hdt.3.4, ἐκ τῆς Ἴνυκος ... ἐς Ἱμέρην Hdt.6.24, ἐκ τῆς ἐρκτῆς Hdt.4.148, cf. 9.88, διὰ τῶν ὑδρορροῶν Ar.V.126, ὑπὲρ τὸν Φᾶσιν D.C.36.50.3, ἐς Δελφούς Paus.1.20.7, εἰς τὴν οἰκίαν Ach.Tat.8.14.4, abs., Ar.Ec.55, Th.1.126, 6.7, E.l.c., D.C.41.61.2, ἀνδράποδον ἐκδεδρακός esclavo fugitivo, FD 1.486.2A.23 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 757] (s. διδράσκω), heraus-, entlaufen, entfliehen, ἔκ τινος, Her. 3, 4 u. öfter; absolut, Thuc. 1, 126; Ar. Eccl. 55 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
s'enfuir, s'échapper.
Étymologie: ἐκ, διδράσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδιδράσκω: ион. ἐκδιδρήσκω (fut. ἐκδιδράσομαι с ᾱ, aor. ἐξέδραν) убегать ur., Thuc., Arph.: ἐκδράντες ἐκ τῆς ἑρκτῆς Her. бежав(шие) из тюрьмы.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιδράσκω: Ἰων. -διδρήσκω: μέλλ. -δράσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξέδραν Εὐρ. Ἡρακλ. 18 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ Τραγ.), μετοχ. ἐκδρὰς Ἡρόδ. 4. 148, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. Ἀποδιδράσκω, φεύγω ἔκ τινος μέρους, ἐκδιδρήσκει πλοίῳ ἐξ Αἰγύπτου Ἡρόδ. 3. 4., 9. 88, Θουκ. κλ.: ἀπολ., Ἀριστοφ. Σφ. 126, Ἐκκλ. 55, Θουκ. 1. 126.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐκδιδράσκω: Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -δράσομαι [ᾱ], αόρ. βʹ ἐξ-έδραν, μτχ. ἐκδράς· φεύγω από κάποιο μέρος, τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, το βάζω στα πόδια, το σκάω, αποδρώ, ἐκ τόπου, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ionic -διδρήσκω fut. -δράσομαι aor2 ἐξ-έδραν part. ἐκδράς
to run out from, run away, escape, ἐκ τόπου Hdt.; absol., Ar.