Κρής: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (elru replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Kris
|Transliteration C=Kris
|Beta Code=*krh/s
|Beta Code=*krh/s
|Definition=ὁ, gen. <b class="b3">Κρητός</b>, mostly in pl. <b class="b3">Κρῆτες, ῶν</b>, <span class="title">Cretan</span>, <span class="bibl">Il.2.645</span>, etc.: prov., <b class="b3">ὁ Κρὴς τὸν πόντον</b> (sc. <b class="b3">ἀγνοεῖ</b>), of those who feign ignorance, <span class="bibl">Alcm.115</span>, cf. <span class="bibl">Str.10.4.17</span>:—fem. Κρῆσσα, ης, Sapph.54: in pl., title of play by Aeschylus: as Adj., <span class="title">Cretan</span>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Κρῆτα τρόπον <span class="bibl">Simon. 31</span>; Κρὴς ταῦρος <span class="bibl">Apollod.2.5.7</span>; μητρὸς… Κρήσσης <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1295</span>:—regul. Adj. Κρήσιος, α, ον, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>119</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>372</span> (both lyr.), <span class="bibl">Limen.39</span>, etc.:—more freq. Κρητικός, ή, όν (q.v.).</span>
|Definition=ὁ, gen. [[Κρητός]], mostly in plural [[Κρῆτες]], [[ῶν]], ''Cretan'', Il.2.645, etc.: [[proverb|prov.]], <b class="b3">ὁ Κρὴς τὸν πόντον</b> (''[[sc.]]'' [[ἀγνοεῖ]]), of those who feign ignorance, Alcm.115, cf. Str.10.4.17:—fem. Κρῆσσα, ης, Sapph.54: in plural, title of play by Aeschylus: as adjective, ''Cretan'', Κρῆτα τρόπον Simon. 31; Κρὴς ταῦρος Apollod.2.5.7; μητρὸς… Κρήσσης [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1295:—regul. Adj. Κρήσιος, α, ον, Id.''Tr.''119, E.''Hipp.''372 (both lyr.), Limen.39, etc.:—more freq. Κρητικός, ή, όν ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{bailly
|btext=ητός;<br /><i>adj. m.</i><br />de Crète, Crétois ; οἱ Κρῆτες, les Crétois ; <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> πρὸς Κρῆτα <i>ou</i> πρὸς Κρῆτας κρητίζειν PLUT mentir comme un Crétois avec un Crétois, <i>càd</i> mentir à qui mieux mieux, à menteur menteur et demi ; <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῖ) c'est l'hôpital qui se moque de la charité.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{elru
|elrutext='''Κρής:''' ητός adj. m критский Aesch. etc.<br />ητός ὁ (dat. pl. Κρησί - эп. Κρήτεσσι) критянин Hom. etc.: πρὸς Κρῆτα(ς) κρητίζειν погов. Polyb., Plut. лгать, как критянин критянину, т. е. обманывать обманщика.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Κρής''': ὁ, γεν. Κρητός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Κρῆτες, ῶν, ἐκ Κρήτης καταγόμενοι, κάτοικοι τῆς Κρήτης, κοινῶς [[Κρητικός]], Ὅμ., κτλ.· θηλ. Κρῆσσα, ης, Αἰσχύλ. (δρᾶμά τι [[αὐτοῦ]] ἐκαλεῖτο Κρῆσσαι)· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., [[Κρητικός]], Κρῆτα τρόπον (Bgk Κρήταν) Σιμων. 38· Κρὴς [[ταῦρος]] Ἀπολλόδ. 2. 5, 7· μητρός… Κρήσσης Σοφ. Αἴ. 1295· ‒ ἀλλ᾿ ὁμαλ. ἐπίθ. [[Κρήσιος]], -α, -ον, Σοφ. Σοφ. Τρ. 118, Εὐρ. Ἱππ. 372, κτλ.· ἢ συνηθέστερον [[Κρητικός]], ή, όν, ὃ ἴδε.
|lstext='''Κρής''': ὁ, γεν. Κρητός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Κρῆτες, ῶν, ἐκ Κρήτης καταγόμενοι, κάτοικοι τῆς Κρήτης, κοινῶς [[Κρητικός]], Ὅμ., κτλ.· θηλ. Κρῆσσα, ης, Αἰσχύλ. (δρᾶμά τι [[αὐτοῦ]] ἐκαλεῖτο Κρῆσσαι)· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., [[Κρητικός]], Κρῆτα τρόπον (Bgk Κρήταν) Σιμων. 38· Κρὴς [[ταῦρος]] Ἀπολλόδ. 2. 5, 7· μητρός… Κρήσσης Σοφ. Αἴ. 1295· ‒ ἀλλ᾿ ὁμαλ. ἐπίθ. [[Κρήσιος]], -α, -ον, Σοφ. Σοφ. Τρ. 118, Εὐρ. Ἱππ. 372, κτλ.· ἢ συνηθέστερον [[Κρητικός]], ή, όν, ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=ητός;<br /><i>adj. m.</i><br />de Crète, Crétois ; [[οἱ]] Κρῆτες, les Crétois ; <i>◊ prov.</i> πρὸς Κρῆτα <i>ou</i> πρὸς Κρῆτας κρητίζειν PLUT mentir comme un Crétois avec un Crétois, <i>càd</i> mentir à qui mieux mieux, à menteur menteur et demi ; <i>◊ prov.</i> ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῖ) c’est l’hôpital qui se moque de la charité.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Κρής]] pro subs., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> a Cretan Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα [Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν (Pae. 4.36) ἐλαφρὸν ὄρχημ' [[οἶδα]] ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον (v. l. Κρήταν) &#42;fr. 107b. 2.&#42;
|sltr=[[Κρής]] pro subs., <br /><b>1</b> a Cretan Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα [Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν (Pae. 4.36) ἐλαφρὸν ὄρχημ' [[οἶδα]] ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον ([[varia lectio|v.l.]] Κρήταν) &#42;fr. 107b. 2.&#42;
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρῆς]], τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]], με [[συναίρεση]]].<br />ο (AM [[Κρής]], -ητός, θηλ. [[Κρήσσα]])<br />ο [[κάτοικος]] της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν, [[Κρητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>Κρήσσαι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῑ)» — λέγεται για εκείνους που υποκρίνονται ότι αγνοούν [[κάτι]] που το ξέρουν καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>ς</i>, με [[απλοποίηση]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>Κρητ</i>- του τ. [[Κρήτη]]<br />το θηλ. [[Κρήσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>yα</i> (πρβλ. [[μέλισσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μέλιτ</i>-<i>yα</i>). Ο τ. [[Κρης]] απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>Ke</i>-<i>re</i>].
|mltxt=[[κρῆς]], τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]], με [[συναίρεση]]].<br />ο (AM [[Κρής]], -ητός, θηλ. [[Κρήσσα]])<br />ο [[κάτοικος]] της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν, [[Κρητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>Κρήσσαι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῖ)» — λέγεται για εκείνους που υποκρίνονται ότι αγνοούν [[κάτι]] που το ξέρουν καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>ς</i>, με [[απλοποίηση]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>Κρητ</i>- του τ. [[Κρήτη]]<br />το θηλ. [[Κρήσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>yα</i> (πρβλ. [[μέλισσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μέλιτ</i>-<i>yα</i>). Ο τ. [[Κρης]] απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>Ke</i>-<i>re</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κρής:''' ὁ, γεν. <i>Κρητός</i>, πληθ. <i>Κρῆτες</i>, <i>-ῶν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[Κρητικός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· θηλ. [[Κρῆσσα]], <i>-ης</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Κρητικός]], σε Σοφ.· επίσης [[Κρήσιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, στον ίδ., Ευρ.
|lsmtext='''Κρής:''' ὁ, γεν. <i>Κρητός</i>, πληθ. <i>Κρῆτες</i>, <i>-ῶν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[Κρητικός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· θηλ. [[Κρῆσσα]], <i>-ης</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Κρητικός]], σε Σοφ.· επίσης [[Κρήσιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, στον ίδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κρής:''' ητός adj. m критский Aesch. etc.<br />ητός ὁ (dat. pl. Κρησί - эп. Κρήτεσσι) критянин Hom. etc.: πρὸς Κρῆτα(ς) κρητίζειν погов. Polyb., Plut. лгать, как критянин критянину, т. е. обманывать обманщика.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Κρής]], οῦ,<br /><b class="num">I.</b> a Cretan, Hom., etc.; fem. [[Κρῆσσα]], ης, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as adj. Cretan, Soph.; also [[Κρήσιος]], η, ον, Soph., Eur.
|mdlsjtxt=[[Κρής]], οῦ,<br /><b class="num">I.</b> a Cretan, Hom., etc.; fem. [[Κρῆσσα]], ης, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as adj. Cretan, Soph.; also [[Κρήσιος]], η, ον, Soph., Eur.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':Kr»j 克累士<br />'''詞類次數''':專有名詞(2)<br />'''原文字根''':革哩底人<br />'''字義溯源''':革哩底人;源自([[Κρήτη]])=革哩底,島名,意為肉體的)。保羅給提多的信中,說到革哩底人常說謊話,乃是惡獸,又饞又懶( 多1:12)<br />'''出現次數''':總共(2);徒(1);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 革哩底人(2) 徒2:11; 多1:12
}}
}}

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρής Medium diacritics: Κρής Low diacritics: Κρης Capitals: ΚΡΗΣ
Transliteration A: Krḗs Transliteration B: Krēs Transliteration C: Kris Beta Code: *krh/s

English (LSJ)

ὁ, gen. Κρητός, mostly in plural Κρῆτες, ῶν, Cretan, Il.2.645, etc.: prov., ὁ Κρὴς τὸν πόντον (sc. ἀγνοεῖ), of those who feign ignorance, Alcm.115, cf. Str.10.4.17:—fem. Κρῆσσα, ης, Sapph.54: in plural, title of play by Aeschylus: as adjective, Cretan, Κρῆτα τρόπον Simon. 31; Κρὴς ταῦρος Apollod.2.5.7; μητρὸς… Κρήσσης S.Aj.1295:—regul. Adj. Κρήσιος, α, ον, Id.Tr.119, E.Hipp.372 (both lyr.), Limen.39, etc.:—more freq. Κρητικός, ή, όν (q.v.).

French (Bailly abrégé)

ητός;
adj. m.
de Crète, Crétois ; οἱ Κρῆτες, les Crétois ; ◊ prov. πρὸς Κρῆτα ou πρὸς Κρῆτας κρητίζειν PLUT mentir comme un Crétois avec un Crétois, càd mentir à qui mieux mieux, à menteur menteur et demi ; ◊ prov. ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῖ) c'est l'hôpital qui se moque de la charité.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Κρής: ητός adj. m критский Aesch. etc.
ητός ὁ (dat. pl. Κρησί - эп. Κρήτεσσι) критянин Hom. etc.: πρὸς Κρῆτα(ς) κρητίζειν погов. Polyb., Plut. лгать, как критянин критянину, т. е. обманывать обманщика.

Greek (Liddell-Scott)

Κρής: ὁ, γεν. Κρητός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Κρῆτες, ῶν, ἐκ Κρήτης καταγόμενοι, κάτοικοι τῆς Κρήτης, κοινῶς Κρητικός, Ὅμ., κτλ.· θηλ. Κρῆσσα, ης, Αἰσχύλ. (δρᾶμά τι αὐτοῦ ἐκαλεῖτο Κρῆσσαι)· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., Κρητικός, Κρῆτα τρόπον (Bgk Κρήταν) Σιμων. 38· Κρὴς ταῦρος Ἀπολλόδ. 2. 5, 7· μητρός… Κρήσσης Σοφ. Αἴ. 1295· ‒ ἀλλ᾿ ὁμαλ. ἐπίθ. Κρήσιος, -α, -ον, Σοφ. Σοφ. Τρ. 118, Εὐρ. Ἱππ. 372, κτλ.· ἢ συνηθέστερον Κρητικός, ή, όν, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

pl. Κρῆτες: the Cretans, inhabitants of Crete.

English (Slater)

Κρής pro subs.,
1 a Cretan Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα [Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν (Pae. 4.36) ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον (v.l. Κρήταν) *fr. 107b. 2.*

English (Strong)

from Κρήτη; a Cretan, i.e. inhabitant of Crete: Crete, Cretian.

English (Thayer)

ὁ, plural Κρῆτες, a Cretan, an inhabitant of the island of Crete: Titus 1:12 (cf. Farrar, St. Paul, 2:534).

Greek Monolingual

κρῆς, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κρέας, με συναίρεση].
ο (AM Κρής, -ητός, θηλ. Κρήσσα)
ο κάτοικος της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν, Κρητικός
αρχ.
1. (το θηλ. στον πληθ.) Κρήσσαι
τίτλος δράματος του Αισχύλου
2. παροιμ. «ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῖ)» — λέγεται για εκείνους που υποκρίνονται ότι αγνοούν κάτι που το ξέρουν καλά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < Κρητ-ς, με απλοποίηση, < θ. Κρητ- του τ. Κρήτη
το θηλ. Κρήσσα < Κρητ- (πρβλ. μέλισσα < μέλιτ-). Ο τ. Κρης απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη μορφή Ke-re].

Greek Monotonic

Κρής: ὁ, γεν. Κρητός, πληθ. Κρῆτες, -ῶν,
I. Κρητικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· θηλ. Κρῆσσα, -ης, σε Αισχύλ.
II. ως επίθ., Κρητικός, σε Σοφ.· επίσης Κρήσιος, , -ον, στον ίδ., Ευρ.

Middle Liddell

Κρής, οῦ,
I. a Cretan, Hom., etc.; fem. Κρῆσσα, ης, Aesch.
II. as adj. Cretan, Soph.; also Κρήσιος, η, ον, Soph., Eur.

Chinese

原文音譯:Kr»j 克累士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:革哩底人
字義溯源:革哩底人;源自(Κρήτη)=革哩底,島名,意為肉體的)。保羅給提多的信中,說到革哩底人常說謊話,乃是惡獸,又饞又懶( 多1:12)
出現次數:總共(2);徒(1);多(1)
譯字彙編
1) 革哩底人(2) 徒2:11; 多1:12