κληρωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klirotos
|Transliteration C=klirotos
|Beta Code=klhrwto/s
|Beta Code=klhrwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[appointed by lot]], δύναμις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>692a</span>; βασιλεῖς <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>291a</span>; <b class="b3">τὰ κ</b>., opp. <b class="b3">τὰ αἱρετά</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>759b</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.12.153</span>, etc.; <b class="b3">ἀρχὴ κ</b>., opp. <b class="b3">χειροτονητή</b>, Lex ap.<span class="bibl">Aeschin.1.21</span>, cf. <span class="title">SIG</span>589.38 (Magn. Mae., ii B.C.); δημοκρατικὸν μὲν… τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς, τὸ δ' αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1294b8</span>, cf. <span class="bibl">1266a9</span>, al.</span>
|Definition=κληρωτή, κληρωτόν, [[appointed by lot]], δύναμις [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''692a; βασιλεῖς Id.''Plt.''291a; <b class="b3">τὰ κ.</b>, opp. <b class="b3">τὰ αἱρετά</b>, Id.''Lg.''759b, cf. Isoc.12.153, etc.; <b class="b3">ἀρχὴ κ.</b>, opp. [[χειροτονητή]], Lex ap.Aeschin.1.21, cf. ''SIG''589.38 (Magn. Mae., ii B.C.); δημοκρατικὸν μὲν… τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς, τὸ δ' αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν Arist. ''Pol.''1294b8, cf. 1266a9, al.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κληρωτός''': , -όν, διὰ κλήρου διωρισμένος, ἐπὶ ἀρχόντων, δικαστῶν, καὶ ἄλλων ἀρχόντων ἐν Ἀθήναις, ἀντιτίθεται τῷ αἱρετὸς καὶ κεχειροτονημένος (ἐκλελεγμένος), Πλάτ. Νόμ. 692Α, 759Β, Πολιτικ. 291Α, Ἰσοκρ. 265Α, κτλ.· ἀρχὴ κλ. Αἰσχίν. 3. 36· δημοκρατικὸν μέν… τὸ κληρωτὰς [[εἶναι]] τὰς ἀρχάς, τὸ αἱρετὰς ἀριστοκρατικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 9, 4, πρβλ. 2. 6, 19, 4. 16, 6· πρβλ. [[κλῆρος]] Ι. 2.
|btext=ή, όν :<br />[[désigné par le sort]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κληρόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κληρωτός -ή -όν [κληρόω] door het lot aangewezen, m. n. ambtenaren:. δημοκρατικόν … τό κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς kenmerk van democratie is dat de ambten door loting worden toegewezen Aristot. Pol. 1294b8.
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[κληρόω]], <i>[[durchs]] Losbestimmt, [[gewählt]]</i>, dem [[αἱρετός]] entggstzt, Plat. <i>Legg</i>. VI.759b; βασιλεῖς <i>Polit</i>. 291a, [[öfter]]; ἀρχαί… ἐξ αἱρετῶν κληρωτοὺς ποιεῖν Arist. <i>Polit</i>. 2.6.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />désigné par le sort.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κληρόω]].
|elrutext='''κληρωτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[избранный или избираемый по жребию]] ([[βασιλεύς]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[доставшийся или достающийся по жребию]] (αἱ ἀρχαί Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''κληρωτός:''' -ή, -όν, ορισμένος μέσω κλήρωσης, αντίθ. προς το [[αἱρετός]] και <i>κεχειροτονημένος</i> (εκλεγμένος), σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''κληρωτός:''' -ή, -όν, ορισμένος μέσω κλήρωσης, αντίθ. προς το [[αἱρετός]] και <i>κεχειροτονημένος</i> (εκλεγμένος), σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κληρωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> избранный или избираемый по жребию ([[βασιλεύς]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> доставшийся или достающийся по жребию (αἱ ἀρχαί Arst.).
|lstext='''κληρωτός''': -ή, -όν, διὰ κλήρου διωρισμένος, ἐπὶ ἀρχόντων, δικαστῶν, καὶ ἄλλων ἀρχόντων ἐν Ἀθήναις, ἀντιτίθεται τῷ αἱρετὸς καὶ κεχειροτονημένος (ἐκλελεγμένος), Πλάτ. Νόμ. 692Α, 759Β, Πολιτικ. 291Α, Ἰσοκρ. 265Α, κτλ.· ἀρχὴ κλ. Αἰσχίν. 3. 36· δημοκρατικὸν μέν… τὸ κληρωτὰς [[εἶναι]] τὰς ἀρχάς, τὸ αἱρετὰς ἀριστοκρατικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 9, 4, πρβλ. 2. 6, 19, 4. 16, 6· πρβλ. [[κλῆρος]] Ι. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=κληρωτός -ή -όν [κληρόω] door het lot aangewezen, m. n. ambtenaren:. δημοκρατικόν … τό κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς kenmerk van democratie is dat de ambten door loting worden toegewezen Aristot. Pol. 1294b8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κληρωτός]], ή, όν<br />appointed by lot, opp. to [[αἱρετός]] and κεχειροτονημένος (elected), Plat., etc.
|mdlsjtxt=[[κληρωτός]], ή, όν<br />appointed by lot, opp. to [[αἱρετός]] and κεχειροτονημένος (elected), Plat., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[chosen by lot]]
}}
}}

Latest revision as of 13:07, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρωτός Medium diacritics: κληρωτός Low diacritics: κληρωτός Capitals: ΚΛΗΡΩΤΟΣ
Transliteration A: klērōtós Transliteration B: klērōtos Transliteration C: klirotos Beta Code: klhrwto/s

English (LSJ)

κληρωτή, κληρωτόν, appointed by lot, δύναμις Pl.Lg.692a; βασιλεῖς Id.Plt.291a; τὰ κ., opp. τὰ αἱρετά, Id.Lg.759b, cf. Isoc.12.153, etc.; ἀρχὴ κ., opp. χειροτονητή, Lex ap.Aeschin.1.21, cf. SIG589.38 (Magn. Mae., ii B.C.); δημοκρατικὸν μὲν… τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς, τὸ δ' αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν Arist. Pol.1294b8, cf. 1266a9, al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
désigné par le sort.
Étymologie: adj. verb. de κληρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληρωτός -ή -όν [κληρόω] door het lot aangewezen, m. n. ambtenaren:. δημοκρατικόν … τό κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς kenmerk van democratie is dat de ambten door loting worden toegewezen Aristot. Pol. 1294b8.

German (Pape)

Adj. verb. zu κληρόω, durchs Losbestimmt, gewählt, dem αἱρετός entggstzt, Plat. Legg. VI.759b; βασιλεῖς Polit. 291a, öfter; ἀρχαί… ἐξ αἱρετῶν κληρωτοὺς ποιεῖν Arist. Polit. 2.6.

Russian (Dvoretsky)

κληρωτός:
1 избранный или избираемый по жребию (βασιλεύς Plat.);
2 доставшийся или достающийся по жребию (αἱ ἀρχαί Arst.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κληρωτός, -ή, -όν) κληρώ
αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε αντιδιαστολή με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» — το ορκωτό δικαστήριο
β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ' αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.κληρωτός
αυτός που καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, σε αντιδιαστολή με τον εθελοντή ή τον έφεδρο. Επιρρ. κληρωτῶς (Α)
με κλήρο, με κλήρωση.

Greek Monotonic

κληρωτός: -ή, -όν, ορισμένος μέσω κλήρωσης, αντίθ. προς το αἱρετός και κεχειροτονημένος (εκλεγμένος), σε Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κληρωτός: -ή, -όν, διὰ κλήρου διωρισμένος, ἐπὶ ἀρχόντων, δικαστῶν, καὶ ἄλλων ἀρχόντων ἐν Ἀθήναις, ἀντιτίθεται τῷ αἱρετὸς καὶ κεχειροτονημένος (ἐκλελεγμένος), Πλάτ. Νόμ. 692Α, 759Β, Πολιτικ. 291Α, Ἰσοκρ. 265Α, κτλ.· ἀρχὴ κλ. Αἰσχίν. 3. 36· δημοκρατικὸν μέν… τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς, τὸ αἱρετὰς ἀριστοκρατικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 9, 4, πρβλ. 2. 6, 19, 4. 16, 6· πρβλ. κλῆρος Ι. 2.

Middle Liddell

κληρωτός, ή, όν
appointed by lot, opp. to αἱρετός and κεχειροτονημένος (elected), Plat., etc.

English (Woodhouse)

chosen by lot

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)