διερῶ: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(6_22) |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diero | |Transliteration C=diero | ||
|Beta Code=dierw= | |Beta Code=dierw= | ||
|Definition=serving as fut., διείρηκα as pf., of | |Definition=serving as fut., διείρηκα as pf., of [[διαγορεύω]] ([[διεῖπον]] ([[quod vide|q.v.]]), being aor.):—[[say fully]], [[distinctly]], [[expressly]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''809e, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος D.20.28, cf. 23.72:—Pass., aor. διερρήθην [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''932e: pf. [[διείρημαι]] ib.813a, etc.; διειρημένον [[it having been expressly stated]], D.17.28. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[διαλέγω]]. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>fut. de</i> [[διείρω]] <i>et de</i> *διέρω. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=fut. zu [[διειπεῖν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διερῶ:''' fut. к [[διαγορεύω]] или к [[διεῖπον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διερῶ''': χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ [[διείρηκα]] ὡς πρκμ. τοῦ [[διαγορεύω]] ([[διεῖπον]], ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, [[ὡρισμένως]], ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ [[νόμος]] Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι [[αὐτόθι]] 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ [[διαταγή]], ὁ αὐτ. 219. 23. | |lstext='''διερῶ''': χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ [[διείρηκα]] ὡς πρκμ. τοῦ [[διαγορεύω]] ([[διεῖπον]], ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, [[ὡρισμένως]], ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ [[νόμος]] Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι [[αὐτόθι]] 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ [[διαταγή]], ὁ αὐτ. 219. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διερῶ]] (Α)<br />[[στραγγίζω]], [[φιλτράρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>ά</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>ερώ</i> (-<i>άω</i>) «[[χύνω]] έξω, [[ξεχύνω]]»<br />([[πρβλ]]. <i>απερώ</i>, [[εξερώ]], [[κατερώ]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διερῶ:''' χρησιμ. ως μέλ., [[διείρηκα]] ως παρακ. του [[διαγορεύω]], πρβλ. [[διεῖπον]]· θα πω με [[ακρίβεια]], με [[σαφήνεια]], θα εκφράσω ρητά, σε Πλάτ., Δημ. — Παθ., αόρ. αʹ [[διερρήθην]], παρακ. [[διείρημαι]], σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=perf [[διείρηκα]] [[διερῶ]] serving as fut., [[διείρηκα]] as perf., of [[διαγορεύω]] [cf. [[διεῖπον]]<br />to say [[fully]], [[distinctly]], [[expressly]], Plat., Dem.:—Pass., aor1 [[διερρήθην]], perf. [[διείρημαι]], Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:10, 23 March 2024
English (LSJ)
serving as fut., διείρηκα as pf., of διαγορεύω (διεῖπον (q.v.), being aor.):—say fully, distinctly, expressly, Pl.Lg.809e, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος D.20.28, cf. 23.72:—Pass., aor. διερρήθην Pl.Lg.932e: pf. διείρημαι ib.813a, etc.; διειρημένον it having been expressly stated, D.17.28.
Spanish (DGE)
v. διαλέγω.
French (Bailly abrégé)
fut. de διείρω et de *διέρω.
German (Pape)
fut. zu διειπεῖν.
Russian (Dvoretsky)
διερῶ: fut. к διαγορεύω или к διεῖπον.
Greek (Liddell-Scott)
διερῶ: χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ διείρηκα ὡς πρκμ. τοῦ διαγορεύω (διεῖπον, ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, ὡρισμένως, ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ νόμος Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι αὐτόθι 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ διαταγή, ὁ αὐτ. 219. 23.
Greek Monolingual
διερῶ (Α)
στραγγίζω, φιλτράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ (-άω) «χύνω έξω, ξεχύνω»
(πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)].
Greek Monotonic
διερῶ: χρησιμ. ως μέλ., διείρηκα ως παρακ. του διαγορεύω, πρβλ. διεῖπον· θα πω με ακρίβεια, με σαφήνεια, θα εκφράσω ρητά, σε Πλάτ., Δημ. — Παθ., αόρ. αʹ διερρήθην, παρακ. διείρημαι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
perf διείρηκα διερῶ serving as fut., διείρηκα as perf., of διαγορεύω [cf. διεῖπον
to say fully, distinctly, expressly, Plat., Dem.:—Pass., aor1 διερρήθην, perf. διείρημαι, Plat.