ἀμετάστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(3)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ametastreptos
|Transliteration C=ametastreptos
|Beta Code=a)meta/streptos
|Beta Code=a)meta/streptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be diverted</b>, <span class="bibl">Max.Tyr.11.5</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 705.62</span>. Adv. ἀμετα-στρεπτί <b class="b3">[ι-</b>] or <b class="b3">-εί</b> <b class="b2">without turning round, straight forward</b>, φεύγειν <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.50</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>854c</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">R.</span>620e</span>, <span class="bibl">Ph.1.517</span>, <span class="bibl">M.Ant.8.5</span> (v.l. [[-τρεπτί]]), etc.</span>
|Definition=ἀμετάστρεπτον, [[not to be diverted]], Max.Tyr.11.5, cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 705.62. Adv. [[ἀμεταστρεπτί]] [ι-] or [[ἀμεταστρεπτεί]] = [[without turning round]], [[straight forward]], φεύγειν X.''Smp.''4.50, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''854c, cf. ''R.''620e, Ph.1.517, M.Ant.8.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀμετατρεπτί]]), etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no desviable]], [[εἱμαρμένη]] Max.Tyr.5.5, ἀ. εἰς ἕτερόν τι ... χάρις <i>POxy</i>.705.62 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin dar la vuelta]], [[por una cara]] πεσσόμενος [[ἄρτος]] ἀ. Quint.<i>Os</i>.7.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0123.png Seite 123]] adj. zum vorigen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0123.png Seite 123]] adj. zum vorigen, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui ne se retourne pas]], [[fixe]], [[constant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταστρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ στρεφόμενος εἰς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ μὴ ἐνδιαφερόμενος, Μάξ. Τύρ. 11. 5: - Ἐπίρρ. ἀμεταστρεπτὶ [ῑ] ἢ -εί, ἀμεταστρέπτως, χωρὶς νὰ στραφῇ τις [[ὀπίσω]], = ἐμπρὸς κατ’ εὐθεῖαν, ἰέναι, φεύγειν Πλάτ. Πολ. 620Ε, Νομ. 854C.
|lstext='''ἀμετάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ στρεφόμενος εἰς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ μὴ ἐνδιαφερόμενος, Μάξ. Τύρ. 11. 5: - Ἐπίρρ. ἀμεταστρεπτὶ [ῑ] ἢ -εί, ἀμεταστρέπτως, χωρὶς νὰ στραφῇ τις [[ὀπίσω]], = ἐμπρὸς κατ’ εὐθεῖαν, ἰέναι, φεύγειν Πλάτ. Πολ. 620Ε, Νομ. 854C.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui ne se retourne pas, fixe, constant.<br />'''Étymologie:''' , [[μεταστρέφω]].
|mltxt=, -ο (Α [[ἀμετάστρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αλλάζει [[γνώμη]], [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδιάφορος]], [[απρόσεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i></i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεταστρέφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμεταστρεπτί]]].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no desviable]], [[εἱμαρμένη]] Max.Tyr.5.5, ἀ. εἰς ἕτερόν τι ... χάρις <i>POxy</i>.705.62 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin dar la vuelta]], [[por una cara]] πεσσόμενος [[ἄρτος]] ἀ. Quint.<i>Os</i>.7.8.
|lsmtext='''ἀμετάστρεπτος:''' -ον (μεταστρέφομαι), αυτός που δε γυρίζει [[πίσω]]· επίρρ. [[ἀμεταστρεπτί]] [ῑ] ή <i>-εί</i>, [[χωρίς]] γυρίσματα, [[εμπρός]], [[ἰέναι]], <i>φεύγειν</i>, σε Πλάτ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάστρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αλλάζει [[γνώμη]], [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδιάφορος]], [[απρόσεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεταστρέφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμεταστρεπτί]]].
|mdlsjtxt=[μεταστρέφομαι]<br />without [[turning]] [[about]].
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάστρεπτος Medium diacritics: ἀμετάστρεπτος Low diacritics: αμετάστρεπτος Capitals: ΑΜΕΤΑΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: ametástreptos Transliteration B: ametastreptos Transliteration C: ametastreptos Beta Code: a)meta/streptos

English (LSJ)

ἀμετάστρεπτον, not to be diverted, Max.Tyr.11.5, cf. POxy. 705.62. Adv. ἀμεταστρεπτί [ι-] or ἀμεταστρεπτεί = without turning round, straight forward, φεύγειν X.Smp.4.50, Pl.Lg.854c, cf. R.620e, Ph.1.517, M.Ant.8.5 (v.l. ἀμετατρεπτί), etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 no desviable, εἱμαρμένη Max.Tyr.5.5, ἀ. εἰς ἕτερόν τι ... χάρις POxy.705.62 (III a.C.).
2 adv. -ως sin dar la vuelta, por una cara πεσσόμενος ἄρτος ἀ. Quint.Os.7.8.

German (Pape)

[Seite 123] adj. zum vorigen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se retourne pas, fixe, constant.
Étymologie: , μεταστρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάστρεπτος: -ον, ὁ μὴ στρεφόμενος εἰς τὰ ὀπίσω, ὁ μὴ ἐνδιαφερόμενος, Μάξ. Τύρ. 11. 5: - Ἐπίρρ. ἀμεταστρεπτὶ [ῑ] ἢ -εί, ἀμεταστρέπτως, χωρὶς νὰ στραφῇ τις ὀπίσω, = ἐμπρὸς κατ’ εὐθεῖαν, ἰέναι, φεύγειν Πλάτ. Πολ. 620Ε, Νομ. 854C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσω
νεοελλ.
αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτος
αρχ.
αδιάφορος, απρόσεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μεταστρέφω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί].

Greek Monotonic

ἀμετάστρεπτος: -ον (μεταστρέφομαι), αυτός που δε γυρίζει πίσω· επίρρ. ἀμεταστρεπτί [ῑ] ή -εί, χωρίς γυρίσματα, εμπρός, ἰέναι, φεύγειν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[μεταστρέφομαι]
without turning about.