ἀναγώνιστος: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anagonistos | |Transliteration C=anagonistos | ||
|Beta Code=a)nagw/nistos | |Beta Code=a)nagw/nistos | ||
|Definition= | |Definition=ἀναγώνιστον, [[without contest]] or [[conflict]], ἀ. ἀπιέναι Th.4.92 ([[varia lectio|v.l.]]); [[never having contended for a prize]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.5.10; <b class="b3">ἀ. περὶ τῆς ἀρετῆς</b> [[failing]] in the race of virtue, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''845c. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[sin participantes]] τῶν γενομένων ἀναγωνίστων δευτερείων τῆς αὐλωδίας <i>SEG</i> 19.335.50 (Tanagra, Beocia I a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no ha participado en un certamen]] εἴ τίς γε ἀσκητὴς ... [[ἀναγώνιστος]] διατελέσειεν X.<i>Cyr</i>.1.5.10<br /><b class="num">•</b>fig. ἀ. ... περὶ τῆς ἀρετῆς Pl.<i>Lg</i>.845c. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0185.png Seite 185]] ohne Kampf, d. i. a) unthätig, [[ἀθλητής]], Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσθαι Plat. Legg. VIII, 845 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0185.png Seite 185]] ohne Kampf, d. i. a) unthätig, [[ἀθλητής]], Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσθαι Plat. Legg. VIII, 845 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n'engage pas de lutte;<br /><b>2</b> qui n'a jamais disputé le prix;<br /><b>3</b> [[sans conflit LSJ]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀγωνίζομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναγώνιστος:''' [[не вступающий в борьбу]], [[не участвующий в соревновании]], [[бездеятельный]] ([[ἀθλητής]] Xen.; ἀ. [[ἀπιέναι]] Thuc.): περί τινος ἀ. γίγνεσθαι Plat. не бороться за что-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνᾰγώνιστος''': -ον, [[ἄνευ]] ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ [[μηδέποτε]] ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ [[μηδόλως]] ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C. | |lstext='''ἀνᾰγώνιστος''': -ον, [[ἄνευ]] ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ [[μηδέποτε]] ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ [[μηδόλως]] ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνᾰγώνιστος:''' -ον ([[ἀγωνίζομαι]]), αυτός που δεν έχει [[μάχη]], σε Θουκ.· αυτός που δεν έχει αγωνισθεί για [[βραβείο]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀνᾰγώνιστος:''' -ον ([[ἀγωνίζομαι]]), αυτός που δεν έχει [[μάχη]], σε Θουκ.· αυτός που δεν έχει αγωνισθεί για [[βραβείο]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀγωνίζομαι]]<br />without [[conflict]], Thuc.: [[never]] having contended for a [[prize]], Xen. | |mdlsjtxt=[[ἀγωνίζομαι]]<br />without [[conflict]], Thuc.: [[never]] having contended for a [[prize]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
ἀναγώνιστον, without contest or conflict, ἀ. ἀπιέναι Th.4.92 (v.l.); never having contended for a prize, X.Cyr.1.5.10; ἀ. περὶ τῆς ἀρετῆς failing in the race of virtue, Pl.Lg.845c.
Spanish (DGE)
-ον
1 sin participantes τῶν γενομένων ἀναγωνίστων δευτερείων τῆς αὐλωδίας SEG 19.335.50 (Tanagra, Beocia I a.C.).
2 que no ha participado en un certamen εἴ τίς γε ἀσκητὴς ... ἀναγώνιστος διατελέσειεν X.Cyr.1.5.10
•fig. ἀ. ... περὶ τῆς ἀρετῆς Pl.Lg.845c.
German (Pape)
[Seite 185] ohne Kampf, d. i. a) unthätig, ἀθλητής, Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσθαι Plat. Legg. VIII, 845 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'engage pas de lutte;
2 qui n'a jamais disputé le prix;
3 sans conflit LSJ.
Étymologie: ἀ, ἀγωνίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγώνιστος: не вступающий в борьбу, не участвующий в соревновании, бездеятельный (ἀθλητής Xen.; ἀ. ἀπιέναι Thuc.): περί τινος ἀ. γίγνεσθαι Plat. не бороться за что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰγώνιστος: -ον, ἄνευ ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ μηδέποτε ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ μηδόλως ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C.
Greek Monolingual
ἀναγώνιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αγωνίστηκε
2. (ειδικότερα) αυτός που δεν αγωνίστηκε ποτέ για βραβείο
3. αυτός που δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια για να επιτύχει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀγωνίζομαι.
Greek Monotonic
ἀνᾰγώνιστος: -ον (ἀγωνίζομαι), αυτός που δεν έχει μάχη, σε Θουκ.· αυτός που δεν έχει αγωνισθεί για βραβείο, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀγωνίζομαι
without conflict, Thuc.: never having contended for a prize, Xen.