ὁμίλημα: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(9)
 
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὁμῑλημα
|Full diacritics=ὁμῑ́λημα
|Medium diacritics=ὁμίλημα
|Medium diacritics=ὁμίλημα
|Low diacritics=ομίλημα
|Low diacritics=ομίλημα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omilima
|Transliteration C=omilima
|Beta Code=o(mi/lhma
|Beta Code=o(mi/lhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">intercourse</b>, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>730b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of a person, <b class="b3">κακὸν </b>. bad <b class="b2">company</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>219</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>25</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[intercourse]], ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁ. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''730b.<br><span class="bld">II</span> of a person, [[κακὸν ὁμίλημα]] = [[bad]] [[company]], E.''Fr.''219, cf. Luc.''Am.''25.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0331.png Seite 331]] τό, Gegenstand der Unterhaltung, Verkehr; ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα, Plat. Legg. V, 730 b; auch εὐάγκαλον, Luc. Amor. 25.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> sujet d'entretien, de conversation;<br /><b>2</b> [[société]], [[compagnie]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμίλημα:''' ατος (ῑ) τό общение, связь или знакомство (ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''ὁμίλημα''': [ῑ], τό, [[συναναστροφή]], [[σχέσις]], ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 730Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κακὸν ὁμ., κακὴ [[συντροφία]], Εὐρ. Ἀποσπ. 218.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ὁμίλημα]]) [[ομιλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομιλία]], [[συνδιάλεξη]], [[μίλημα]], [[κουβέντα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]], [[σχέση]] («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συντροφιά]] («γυνὴ ἀπὸ παρθένου [[μέχρι]] ἡλικίας [[μέσης]]... εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμίλημα:''' [ῑ], -ατος, τό ([[ὁμιλέω]]), [[σχέση]], [[συναναστροφή]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμῑ́λημα, ατος, τό, [[ὁμιλέω]]<br />[[intercourse]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 13:37, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῑ́λημα Medium diacritics: ὁμίλημα Low diacritics: ομίλημα Capitals: ΟΜΙΛΗΜΑ
Transliteration A: homílēma Transliteration B: homilēma Transliteration C: omilima Beta Code: o(mi/lhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A intercourse, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁ. Pl.Lg.730b.
II of a person, κακὸν ὁμίλημα = bad company, E.Fr.219, cf. Luc.Am.25.

German (Pape)

[Seite 331] τό, Gegenstand der Unterhaltung, Verkehr; ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα, Plat. Legg. V, 730 b; auch εὐάγκαλον, Luc. Amor. 25.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 sujet d'entretien, de conversation;
2 société, compagnie.
Étymologie: ὁμιλέω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμίλημα: ατος (ῑ) τό общение, связь или знакомство (ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμίλημα: [ῑ], τό, συναναστροφή, σχέσις, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 730Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κακὸν ὁμ., κακὴ συντροφία, Εὐρ. Ἀποσπ. 218.

Greek Monolingual

το (Α ὁμίλημα) ομιλώ
νεοελλ.
ομιλία, συνδιάλεξη, μίλημα, κουβέντα
αρχ.
1. συναναστροφή, σχέση («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», Πλάτ.)
2. συντροφιά («γυνὴ ἀπὸ παρθένου μέχρι ἡλικίας μέσης... εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὁμίλημα: [ῑ], -ατος, τό (ὁμιλέω), σχέση, συναναστροφή, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὁμῑ́λημα, ατος, τό, ὁμιλέω
intercourse, Plat.