φαέθων: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φᾰέθων:'''<br /><b class="num">I</b> οντος part. и adj. сияющий, блистающий, лучезарный ([[ἠέλιος]] Hom.; [[ἅλιος]] Soph.).
|elrutext='''φᾰέθων:'''<br /><b class="num">I</b> οντος part. и adj. [[сияющий]], [[блистающий]], [[лучезарный]] ([[ἠέλιος]] Hom.; [[ἅλιος]] Soph.).<br />'''φᾰέθων:''' οντος ὁ<br /><b class="num">1</b> Anth. = [[ἥλιος]];<br /><b class="num">2</b> [[день]]: [[πάννυχα]] καὶ φαέθοντα Soph. днем и ночью.
}}
{{elru
|elrutext='''φᾰέθων:''' οντος ὁ<br /><b class="num">1</b> Anth. = [[ἥλιος]];<br /><b class="num">2</b> [[день]]: [[πάννυχα]] καὶ φαέθοντα Soph. днем и ночью.
}}
}}

Latest revision as of 22:39, 23 March 2024

English (Autenrieth)

οντος (root φαϝ), part. as adj., beaming, radiant.

Spanish

radiante

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ
ως κύριο όν. ο Φαέθων
μυθ. γιος του Ηλίου και της Νεαίρας ή της Κλυμένης, αδελφός τών Ηλιάδων, ή, κατ' άλλη παράδοση, γιος του Κεφάλου και της Ηούς, ο οποίος, στην προσπάθειά του να οδηγήσει το άρμα του πατέρα του θεού Ηλίου, κατακρημνίστηκε από τον ουρανό και σκοτώθηκε στις όχθες του ποταμού Ηριδανού
νεοελλ.
είδος παλαιάς μόνιππης άμαξας, τετράτροχης και άσκεπης, με δύο έδρανα μπροστά και άλλο ένα, χαμηλότερο, πίσω
αρχ.
1. (ως επίθ. του Ηλίου) αυτός που λάμπει, λαμπερός, λαμπρός
2. ως ουσ. α) ο ήλιος
β) η σελήνη
γ) η ημέρα
3. ως κύριο όν. ο Ήλιος
β) ο πλανήτης Δίας
γ) ο αστερισμός του Ηνιόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαέθω.
(II)
ο, Ν
ζωολ. γένος θαλασσοπουλιών της τάξης πελεκανόμορφα, με τρία είδη τών τροπικών θαλασσών, που συγκροτούν την οικογένεια φαεθοντίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phaethon].

Russian (Dvoretsky)

φᾰέθων:
I οντος part. и adj. сияющий, блистающий, лучезарный (ἠέλιος Hom.; ἅλιος Soph.).
φᾰέθων: οντος ὁ
1 Anth. = ἥλιος;
2 день: πάννυχα καὶ φαέθοντα Soph. днем и ночью.