διακλίνω: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[desviarse]], [[alejarse de]] ἀπὸ τῶν πυλῶν Plb.6.41.11, τῆς ἀγορᾶς Plb.11.9.8.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[evitar]], [[esquivar]] τὴν φυγήν Plb.11.15.5, τὴν ἀπάντησιν Plb.38.11.3, τὰς καταγραφάς Plb.35.4.6, τὴν ὀξεῖαν καὶ ἐλαφρὰν κίνησιν πρὸς τὸ διακλῖναι D.Chr.2.61, τὸ φίλημα Chares 14a, c. inf. κατὰ στόμα μὲν παρατάττεσθαι διέκλινον evitaban tener un encuentro frontal</i> D.S.11.77.<br /><b class="num">2</b> [[doblar]] πῆχυν Philostr.<i>Im</i>.2.18. | |dgtxt=<b class="num">I</b> [[desviarse]], [[alejarse de]] ἀπὸ τῶν πυλῶν Plb.6.41.11, τῆς ἀγορᾶς Plb.11.9.8.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[evitar]], [[esquivar]] τὴν φυγήν Plb.11.15.5, τὴν ἀπάντησιν Plb.38.11.3, τὰς καταγραφάς Plb.35.4.6, τὴν ὀξεῖαν καὶ ἐλαφρὰν κίνησιν πρὸς τὸ διακλῖναι D.Chr.2.61, τὸ φίλημα Chares 14a, c. inf. κατὰ στόμα μὲν παρατάττεσθαι διέκλινον evitaban tener un encuentro frontal</i> [[Diodorus Siculus|D.S.]]11.77.<br /><b class="num">2</b> [[doblar]] πῆχυν Philostr.<i>Im</i>.2.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:15, 27 March 2024
English (LSJ)
[ῑ]
A turn away, retreat from, τῆς ἀγορᾶς Plb.11.9.8; ἀπό τινος Id.6.41.11.
2 c. acc., evade, shun, Id.35.4.6; φίλημα Plu. Alex.54.
3 bend, πῆχυν Philostr.Im.2.18.
Spanish (DGE)
I desviarse, alejarse de ἀπὸ τῶν πυλῶν Plb.6.41.11, τῆς ἀγορᾶς Plb.11.9.8.
II tr.
1 evitar, esquivar τὴν φυγήν Plb.11.15.5, τὴν ἀπάντησιν Plb.38.11.3, τὰς καταγραφάς Plb.35.4.6, τὴν ὀξεῖαν καὶ ἐλαφρὰν κίνησιν πρὸς τὸ διακλῖναι D.Chr.2.61, τὸ φίλημα Chares 14a, c. inf. κατὰ στόμα μὲν παρατάττεσθαι διέκλινον evitaban tener un encuentro frontal D.S.11.77.
2 doblar πῆχυν Philostr.Im.2.18.
German (Pape)
[Seite 582] (s. κλίνω), 1) ausweichen, vermelden, τὰς καταγραφάς Pol. 35, 4; τὸ φἰλημα Plut. Alex. 54. – 2) absol., Pol. 7, 11; τῆς ἀγορᾶς, vom Markt abgehen, 11, 9; auch ἀπὸ τῶν πυλῶν, 6, 41.
French (Bailly abrégé)
1 se détourner de, s'éloigner de;
2 fig. esquiver, échapper à, acc..
Étymologie: διά, κλίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κλίνω vermijden.
Russian (Dvoretsky)
διακλίνω: (ῑ)
1 отклоняться в сторону, уходить (τινός и ἀπό τινος Polyb.);
2 отклоняться, уклоняться, избегать (τι Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διακλίνω: ἀπομακρύνομαι, ἀποχωρῶ ἀπό, τῆς ἀγορᾶς Πολύβ. 11. 9, 8· ἀπό τινος ὁ αὐτ. 6. 41, 11. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀποκλίνω, ἀποφεύγω, ὁ αὐτ. 35. 4, 6.
Greek Monolingual
διακλίνω (AM)
μσν.
κάνω κάποιον να διατεθεί ευνοϊκά απέναντι μου
αρχ.
1. αποχωρώ, απομακρύνομαι
2. αποφεύγω.
Greek Monotonic
διακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, στρέφομαι μακριά, υποχωρώ, σε Πολύβ.