μεταλλεία: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
mNo edit summary
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metalleia
|Transliteration C=metalleia
|Beta Code=metallei/a
|Beta Code=metallei/a
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[searching for metals]] and the like, [[mining]], Pl.Criti.114e, Lg.842d (pl.), Str.3.2.9, al.: in plural, concrete, [[mine]]s, Id.3.2.3.<br><span class="bld">2</span> [[mining operations]] in a [[siege]], D.S.16.74.<br><span class="bld">3</span> [[underground channel]], Pl.Lg.761c.<br><span class="bld">4</span> metaph., [[μεγαλόδωρος]] ἡ μεταλλεία τοῦ ἀληθοῦς Max.Tyr.17.2.
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[searching for metals]] and the like, [[mining]], Pl.Criti.114e, Lg.842d (pl.), Str.3.2.9, al.: in plural, concrete, [[mine]]s, Id.3.2.3.<br><span class="bld">2</span> [[mining operations]] in a [[siege]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.74.<br><span class="bld">3</span> [[underground channel]], Pl.Lg.761c.<br><span class="bld">4</span> metaph., [[μεγαλόδωρος]] ἡ μεταλλεία τοῦ ἀληθοῦς Max.Tyr.17.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] ἡ, das Aufsuchen des Wassers und besonders der Metalle unter der Erde durch Gruben, Stollen und Schachte, ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα, Plat. Critia. 114 e; τὸ πολὺ τοῦ ἀργύρου βαθείαις καὶ κακοπάθοις μεταλλείαις εὑρίσκεται, Ath. VI, 233 e. – Daher = Graben, συνάγοντες μεταλλείαις τὰ πηγαῖα ὕδατα, Plat. Legg. IV, 761 c; Mine, D. Sic. 16, 74; Ael. N. A. 16, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] ἡ, das Aufsuchen des Wassers und besonders der Metalle unter der Erde durch Gruben, Stollen und Schachte, ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα, Plat. Critia. 114 e; τὸ πολὺ τοῦ ἀργύρου βαθείαις καὶ κακοπάθοις μεταλλείαις εὑρίσκεται, Ath. VI, 233 e. – Daher = Graben, συνάγοντες μεταλλείαις τὰ πηγαῖα ὕδατα, Plat. Legg. IV, 761 c; Mine, D. Sic. 16, 74; Ael. N. A. 16, 15.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[travail de mine]];<br /><b>2</b> [[opérations de mine dans un siège]];<br /><b>3</b> [[mine]], [[fosse]].<br />'''Étymologie:''' [[μέταλλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταλλείᾱ:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[ров]], [[канал]] (μεταλλείαις νάματα συνάγειν Plat.);<br /><b class="num">2</b> pl. [[горный промысел]], [[раскопки]]: ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα Plat. все, что добывается из земных недр;<br /><b class="num">3</b> воен. [[земляные работы]] Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλλεία''': ἡ, ([[μεταλλεύω]]) τὸ ἀναζητεῖν μέταλλα καὶ τὰ ὅμοια, ἡ ἐκμετάλλευσις, Πλάτ. Κριτί. 114Ε, Νόμ. 842D. 2) ὑπονομευτικὰ ἔργα ἐν πολιορκίᾳ, Διόδ. 16. 74. 3) [[ὑπόγειος]] [[ὀχετός]], Πλάτ. Νόμ. 761C.
|lstext='''μεταλλεία''': ἡ, ([[μεταλλεύω]]) τὸ ἀναζητεῖν μέταλλα καὶ τὰ ὅμοια, ἡ ἐκμετάλλευσις, Πλάτ. Κριτί. 114Ε, Νόμ. 842D. 2) ὑπονομευτικὰ ἔργα ἐν πολιορκίᾳ, Διόδ. 16. 74. 3) [[ὑπόγειος]] [[ὀχετός]], Πλάτ. Νόμ. 761C.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> travail de mine;<br /><b>2</b> opérations de mine dans un siège;<br /><b>3</b> mine, fosse.<br />'''Étymologie:''' [[μέταλλον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλεία:''' ἡ, [[έρευνα]] για μέταλλα και παρόμοια, η [[ενέργεια]] του μεταλλωρύχου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''μεταλλεία:''' ἡ, [[έρευνα]] για μέταλλα και παρόμοια, η [[ενέργεια]] του μεταλλωρύχου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταλλείᾱ:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ров]], [[канал]] (μεταλλείαις νάματα συνάγειν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[горный промысел]], [[раскопки]]: ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα Plat. все, что добывается из земных недр;<br /><b class="num">3)</b> воен. [[земляные работы]] Diod.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεταλλεία]], ἡ,<br />a [[searching]] for metals and the like, [[mining]], Plat. [from [[μεταλλεύω]]
|mdlsjtxt=[[μεταλλεία]], ἡ,<br />a [[searching]] for metals and the like, [[mining]], Plat. [from [[μεταλλεύω]]
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλεία Medium diacritics: μεταλλεία Low diacritics: μεταλλεία Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ
Transliteration A: metalleía Transliteration B: metalleia Transliteration C: metalleia Beta Code: metallei/a

English (LSJ)

ἡ,
A searching for metals and the like, mining, Pl.Criti.114e, Lg.842d (pl.), Str.3.2.9, al.: in plural, concrete, mines, Id.3.2.3.
2 mining operations in a siege, D.S.16.74.
3 underground channel, Pl.Lg.761c.
4 metaph., μεγαλόδωρος ἡ μεταλλεία τοῦ ἀληθοῦς Max.Tyr.17.2.

German (Pape)

[Seite 149] ἡ, das Aufsuchen des Wassers und besonders der Metalle unter der Erde durch Gruben, Stollen und Schachte, ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα, Plat. Critia. 114 e; τὸ πολὺ τοῦ ἀργύρου βαθείαις καὶ κακοπάθοις μεταλλείαις εὑρίσκεται, Ath. VI, 233 e. – Daher = Graben, συνάγοντες μεταλλείαις τὰ πηγαῖα ὕδατα, Plat. Legg. IV, 761 c; Mine, D. Sic. 16, 74; Ael. N. A. 16, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 travail de mine;
2 opérations de mine dans un siège;
3 mine, fosse.
Étymologie: μέταλλον.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλείᾱ:
1 ров, канал (μεταλλείαις νάματα συνάγειν Plat.);
2 pl. горный промысел, раскопки: ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα Plat. все, что добывается из земных недр;
3 воен. земляные работы Diod.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλεία: ἡ, (μεταλλεύω) τὸ ἀναζητεῖν μέταλλα καὶ τὰ ὅμοια, ἡ ἐκμετάλλευσις, Πλάτ. Κριτί. 114Ε, Νόμ. 842D. 2) ὑπονομευτικὰ ἔργα ἐν πολιορκίᾳ, Διόδ. 16. 74. 3) ὑπόγειος ὀχετός, Πλάτ. Νόμ. 761C.

Greek Monolingual

η (Α μεταλλεία) μεταλλεύω
η αναζήτηση μετάλλων στο έδαφος, μετάλλευση («ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα στερεὰ καὶ ὅσα τηκτὰ γέγονε», Πλάτ.)
αρχ.
1. υπονομευτικά έργα σε πολιορκία («διὰ τῆς μεταλλείας ὑπορύττων ἐπὶ πολὺ μέρος τοῦ τείχους κατέβαλλε», Διόδ.)
2. υπόγειος οχετός
3. μτφ. ανεύρεση πολύτιμου πράγματος («μεγαλόδωροςμεταλλεία τοῦ ἀληθοῦς», Μάξ.)
4. στον πληθ. αἱ μεταλλεῖαι
α) τα μέταλλα
β) η εργασία σε μεταλλείο.

Greek Monotonic

μεταλλεία: ἡ, έρευνα για μέταλλα και παρόμοια, η ενέργεια του μεταλλωρύχου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μεταλλεία, ἡ,
a searching for metals and the like, mining, Plat. [from μεταλλεύω