λάκτισμα: Difference between revisions
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laktisma | |Transliteration C=laktisma | ||
|Beta Code=la/ktisma | |Beta Code=la/ktisma | ||
|Definition=-ατος, τό, a [[kick]], given or received, S.''Ichn.''213, Lyc. 835, D.S.4.59, Ael.''Tact.''19.2; <b class="b3">λ. δείπνου… τιθείς</b> [[kicking away]] the table, A.''Ag.''1601. | |Definition=-ατος, τό, a [[kick]], given or received, S.''Ichn.''213, Lyc. 835, [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.59, Ael.''Tact.''19.2; <b class="b3">λ. δείπνου… τιθείς</b> [[kicking away]] the table, A.''Ag.''1601. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, a kick, given or received, S.Ichn.213, Lyc. 835, D.S.4.59, Ael.Tact.19.2; λ. δείπνου… τιθείς kicking away the table, A.Ag.1601.
German (Pape)
[Seite 9] τό, der Stoß, Schlag mit der Ferse, Lycophr. 835; λακτίσματι τύπτων, D. Sic. 4, 59; übertr., δείπνου, die Schmach des Mahles, Aesch. Ag. 1583. Vgl. λακτίζω.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
coup de talon, ruade;
fig. outrage.
Étymologie: λακτίζω.
Russian (Dvoretsky)
λάκτισμα: ατος τό
1 удар ногой, пинок (λακτίσματι τύπτειν Diod.);
2 попирание, оскорбление (δείπνου Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λάκτισμα: τό, «κλωτσ~ιά», Λυκόφρ. 835, Διόδ. 4. 59. 2) τὸ καταλακτίσαι τι, δείπνου τιθεὶς λ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1601.
Greek Monolingual
το (Α λάκτισμα) λακτίζω
χτύπημα με το πόδι, κλότσημα, κλοτσιά
νεοελλ.
1. (για ζώα, ιδίως για ίππο) απότομο τίναγμα τών πίσω ποδιών, τσίνισμα
2. (για πυροβόλο όπλο) απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός, κλότσημα
3. φρ. (στο ποδόσφαιρο) «εναρκτήριο λάκτισμα» — το πρώτο κλότσημα της μπάλας με την έναρξη του αγώνα.
Greek Monotonic
λάκτισμα: τό, κλωτσιά, ποδοβολητό, τσαλαπάτημα, με γεν., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
λάκτισμα, ατος, τό,
a trampling on, c. gen., Aesch.; λακτιστής, οῦ, one who kicks, ἵπποι λ. kicking horses, Xen.; λ. ληνοῦ a treader of the wine-press, Anth.