μονόλιθος: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monolithos | |Transliteration C=monolithos | ||
|Beta Code=mono/liqos | |Beta Code=mono/liqos | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[μουνόλιθος]], ον, [[made out of one stone]], στέγη [[Herodotus|Hdt.]]2.175; ὀβελίσκοι [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.46; κίονες Str.9.5.16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] aus [[einem]] Steine, ion. μουνόλιθος, [[οἴκημα]], [[στέγη]], Her. 2, 175; nur aus Stein gemacht, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] aus [[einem]] Steine, ion. μουνόλιθος, [[οἴκημα]], [[στέγη]], Her. 2, 175; nur aus Stein gemacht, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[fait d'une seule pierre]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[λίθος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονόλῐθος:''' ион. μουνόλῐθος 2 высеченный из одного лишь камня, сделанный из одной глыбы, монолитный ([[οἴκημα]], [[στέγη]] Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόλῐθος''': Ἰων. μουν-, ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνου λίθου, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. 155. | |lstext='''μονόλῐθος''': Ἰων. μουν-, ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνου λίθου, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. 155. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόλιθος]], -ον, Α ιων. τ. [[μουνόλιθος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί ή αποτελείται από έναν μόνο λίθο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μονόλιθος]]<br />[[μεγάλος]] [[λίθος]] που αποτελείται από ένα μόνο [[κομμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόλιθος]], -ον, Α ιων. τ. [[μουνόλιθος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί ή αποτελείται από έναν μόνο λίθο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μονόλιθος]]<br />[[μεγάλος]] [[λίθος]] που αποτελείται από ένα μόνο [[κομμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] ([[πρβλ]]. [[λευκό]]-<i>λιθος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μονόλῐθος:''' Ιων. μουνο-, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από [[μία]] μόνο [[πέτρα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''μονόλῐθος:''' Ιων. μουνο-, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από [[μία]] μόνο [[πέτρα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=made out of one [[stone]], Hdt. | |mdlsjtxt=made out of one [[stone]], Hdt. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
Ion. μουνόλιθος, ον, made out of one stone, στέγη Hdt.2.175; ὀβελίσκοι D.S.1.46; κίονες Str.9.5.16.
German (Pape)
[Seite 203] aus einem Steine, ion. μουνόλιθος, οἴκημα, στέγη, Her. 2, 175; nur aus Stein gemacht, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait d'une seule pierre.
Étymologie: μόνος, λίθος.
Russian (Dvoretsky)
μονόλῐθος: ион. μουνόλῐθος 2 высеченный из одного лишь камня, сделанный из одной глыбы, монолитный (οἴκημα, στέγη Her.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόλῐθος: Ἰων. μουν-, ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνου λίθου, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. 155.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόλιθος, -ον, Α ιων. τ. μουνόλιθος, -ον)
αυτός που έχει κατασκευαστεί ή αποτελείται από έναν μόνο λίθο
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο μονόλιθος
μεγάλος λίθος που αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λίθος (πρβλ. λευκό-λιθος)].
Greek Monotonic
μονόλῐθος: Ιων. μουνο-, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από μία μόνο πέτρα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
made out of one stone, Hdt.