καταστοχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(7)
 
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastochazomai
|Transliteration C=katastochazomai
|Beta Code=katastoxa/zomai
|Beta Code=katastoxa/zomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">aim at</b>, τὸ συμφέρον Alex. Trall.<span class="title">Febr.</span>6: hence, <b class="b2">hit, guess, infer</b>, τι <span class="bibl">Plb.12.13.4</span>; τὸ μέλλον <span class="bibl">D.S.19.39</span>; τινος <span class="bibl">Ath.9.391b</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.46</span> C., <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Ph.</span>640.3</span>: abs., <span class="bibl">Heph.Astr.3.4</span>:—Act. is f.l. in Suid. s.v. [[προφητεία]], and dub. cj. for <b class="b3">καταστοχέω</b> (q. v.):—Pass., τὸ -ασμένον εἰκότως Phld.<span class="title">Rh.</span>1.362 S.; <b class="b3">κατεστοχάσθαι</b>, gloss on [[ἐσκευωρῆσθαι]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>385.15</span>.</span>
|Definition=[[aim at]], τὸ συμφέρον Alex. Trall.''Febr.''6: hence, [[hit]], [[guess]], [[infer]], τι Plb.12.13.4; τὸ μέλλον [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.39; τινος Ath.9.391b, Procl.''in Alc.''p.46 C., Phlp.''in Ph.''640.3: abs., Heph.Astr.3.4:—Act. is [[falsa lectio|f.l.]] in Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[προφητεία]], and dub. cj. for [[καταστοχέω]] ([[quod vide|q.v.]]):—Pass., τὸ καταστοχασμένον εἰκότως Phld.''Rh.''1.362 S.; [[κατεστοχάσθαι]], ''Glossaria'' on [[ἐσκευωρῆσθαι]], ''EM''385.15.
}}
{{ls
|lstext='''καταστοχάζομαι''': ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν [[τείνω]], κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, [[ἐπιτυγχάνω]], εἰκάζων [[εὑρίσκω]], τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, μετὰ γεν., [[ὥσπερ]] ὁ [[τοξότης]] πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ [[βέλος]], [[οὕτως]] ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστοχάζομαι:''' [[улавливать]], [[разгадывать]] (τὸ [[μέλλον]] Diod.).
}}
{{pape
|ptext=med., <i>[[erzielen]], [[erraten]]</i>, τί, Pol. 12.13.4; τὸ μέλλον DS. 19.39; – τινός, <i>auf [[Etwas]] [[zielen]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστοχάζομαι Medium diacritics: καταστοχάζομαι Low diacritics: καταστοχάζομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katastocházomai Transliteration B: katastochazomai Transliteration C: katastochazomai Beta Code: katastoxa/zomai

English (LSJ)

aim at, τὸ συμφέρον Alex. Trall.Febr.6: hence, hit, guess, infer, τι Plb.12.13.4; τὸ μέλλον D.S.19.39; τινος Ath.9.391b, Procl.in Alc.p.46 C., Phlp.in Ph.640.3: abs., Heph.Astr.3.4:—Act. is f.l. in Suid. s.v. προφητεία, and dub. cj. for καταστοχέω (q.v.):—Pass., τὸ καταστοχασμένον εἰκότως Phld.Rh.1.362 S.; κατεστοχάσθαι, Glossaria on ἐσκευωρῆσθαι, EM385.15.

Greek (Liddell-Scott)

καταστοχάζομαι: ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν τείνω, κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, ἐπιτυγχάνω, εἰκάζων εὑρίσκω, τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, μετὰ γεν., ὥσπερτοξότης πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ βέλος, οὕτως ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

καταστοχάζομαι: улавливать, разгадывать (τὸ μέλλον Diod.).

German (Pape)

med., erzielen, erraten, τί, Pol. 12.13.4; τὸ μέλλον DS. 19.39; – τινός, auf Etwas zielen, Sp.