πλατύσημος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(3b)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=platysimos
|Transliteration C=platysimos
|Beta Code=platu/shmos
|Beta Code=platu/shmos
|Definition=ον, (σῆμα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with broad border</b>, <b class="b3">π. χιτών</b>, = Lat. <b class="b2">tunica laticlavia</b>, <span class="bibl">D.S.36.7</span>, <span class="bibl">Str.3.5.1</span>; ἡ π. ἐσθής <span class="bibl">Hdn.3.11.2</span>; συι θέσεις <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>10.15</span> (ii A.D.): abs., ἡ π. <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.24.12</span>; cf. [[στενόσημος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of those entitled to wear it, <b class="b3">χιλίαρχος π</b>., = <b class="b2">tribunus laticlavius</b>, IG4.588.4 (Argos, ii A.D.), <span class="title">IGRom.</span>3.554 (Tlos), 889 (Adana).</span>
|Definition=πλατύσημον, ([[σῆμα]])<br><span class="bld">A</span> [[with broad border]], [[πλατύσημος χιτών]] = Lat. [[tunica laticlavia]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]36.7, Str.3.5.1; ἡ πλατύσημος ἐσθής Hdn.3.11.2; συι θέσεις ''PHamb.''10.15 (ii A.D.): abs., ἡ πλατύσημος Arr.''Epict.''1.24.12; cf. [[στενόσημος]].<br><span class="bld">II</span> of those entitled to [[wear]] it, [[χιλίαρχος πλατύσημος]] = [[tribunus laticlavius]], IG4.588.4 (Argos, ii A.D.), ''IGRom.''3.554 (Tlos), 889 (Adana).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0627.png Seite 627]] mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ [[πλατύσημος]], tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0627.png Seite 627]] mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ [[πλατύσημος]], tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll.
}}
{{ls
|lstext='''πλᾰτύσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. [[χιτών]], Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, [[μάλιστα]] ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· [[οὕτως]], ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ [[στενόσημος]], tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, [[χιλίαρχος]] πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> « à large insigne » ; ἡ [[πλατύσημος]], laticlave <i>ou</i> robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (<i>lat.</i> tunica laticlavia).<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[σῆμα]].
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> « à large insigne » ; ἡ [[πλατύσημος]], laticlave <i>ou</i> robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (<i>lat.</i> tunica laticlavia).<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[σῆμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει πλατιά [[παρυφή]], φαρδύ [[γύρο]]<br /><b>2.</b> (στη [[Ρώμη]]) (για πρόσ. και [[ιδίως]] για άνδρες) αυτός που δικαιούται να φορεί τον φερώνυμο χιτώνα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πλατύσημος]] [[χιτών]]» και «[[πλατύσημος]] [[ἐσθής]]» — η [[τήβεννος]] τών Ρωμαίων συγκλητικών, η οποία είχε πλατιά πορφυρή [[παρυφή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πλατύσημος]]<br />η φερώνυμη [[τήβεννος]] τών Ρωμαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλᾰτύσημος:''' (ῠ) (лат. [[laticlavius]]) с широкой каймой ([[χιτών]] Diod.).
|elrutext='''πλᾰτύσημος:''' (ῠ) (лат. [[laticlavius]]) с широкой каймой ([[χιτών]] Diod.).
}}
{{ls
|lstext='''πλᾰτύσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. [[χιτών]], Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, [[μάλιστα]] ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· [[οὕτως]], ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ [[στενόσημος]], tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, [[χιλίαρχος]] πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει πλατιά [[παρυφή]], φαρδύ [[γύρο]]<br /><b>2.</b> (στη [[Ρώμη]]) (για πρόσ. και [[ιδίως]] για άνδρες) αυτός που δικαιούται να φορεί τον φερώνυμο χιτώνα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πλατύσημος]] [[χιτών]]» και «[[πλατύσημος]] [[ἐσθής]]» — η [[τήβεννος]] τών Ρωμαίων συγκλητικών, η οποία είχε πλατιά πορφυρή [[παρυφή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πλατύσημος]]<br />η φερώνυμη [[τήβεννος]] τών Ρωμαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύσημος Medium diacritics: πλατύσημος Low diacritics: πλατύσημος Capitals: ΠΛΑΤΥΣΗΜΟΣ
Transliteration A: platýsēmos Transliteration B: platysēmos Transliteration C: platysimos Beta Code: platu/shmos

English (LSJ)

πλατύσημον, (σῆμα)
A with broad border, πλατύσημος χιτών = Lat. tunica laticlavia, D.S.36.7, Str.3.5.1; ἡ πλατύσημος ἐσθής Hdn.3.11.2; συι θέσεις PHamb.10.15 (ii A.D.): abs., ἡ πλατύσημος Arr.Epict.1.24.12; cf. στενόσημος.
II of those entitled to wear it, χιλίαρχος πλατύσημος = tribunus laticlavius, IG4.588.4 (Argos, ii A.D.), IGRom.3.554 (Tlos), 889 (Adana).

German (Pape)

[Seite 627] mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ πλατύσημος, tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. « à large insigne » ; ἡ πλατύσημος, laticlave ou robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (lat. tunica laticlavia).
Étymologie: πλατύς, σῆμα.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύσημος: (ῠ) (лат. laticlavius) с широкой каймой (χιτών Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύσημος: -ον, (σῆμα) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. χιτών, Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, μάλιστα ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· οὕτως, ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ στενόσημος, tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, χιλίαρχος πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πλατιά παρυφή, φαρδύ γύρο
2. (στη Ρώμη) (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) αυτός που δικαιούται να φορεί τον φερώνυμο χιτώνα
3. φρ. «πλατύσημος χιτών» και «πλατύσημος ἐσθής» — η τήβεννος τών Ρωμαίων συγκλητικών, η οποία είχε πλατιά πορφυρή παρυφή
4. το θηλ. ως ουσ.πλατύσημος
η φερώνυμη τήβεννος τών Ρωμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -σημος (< σῆμα)].