συνεξαίρω: Difference between revisions
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
(11) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneksairo | |Transliteration C=syneksairo | ||
|Beta Code=sunecai/rw | |Beta Code=sunecai/rw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[assist in raising]], τὴν θάλατταν Str.3.5.7; [[raise together]], εἰς ὄγκον τοὺς μῦς Gal.6.296:—Pass., to [[be raised together]], <b class="b3">τῷ διαφράγματι</b> ib.173; to [[be swollen at the same time]], Id.18(2).268; <b class="b3">συνεξαρθεὶς ὑπό τινων</b> being lifted up by the joint effort of.., Plu.''Ant.'' 12.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">σ. τὴν ἠχώ</b> [[help in calling forth]] the echo, Philostr. ''Im.''1.18; σ. θρῆνον Hld.7.15; σ. τὴν φιλοτιμίαν Plu.2.819f; [[help to excite]], Luc.''Dom.''4; <b class="b3">συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις</b> [[excited with the rest]] by... [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.72.<br><span class="bld">II</span> intr., [[rise together]], of the sea, Str.1.3.5; [[go out along with]], τινι Id.16.2.35; of colonists, Plb.12.5.8.<br><span class="bld">III</span> [[remove as well]], in dissection, Gal.2.699. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1015.png Seite 1015]] (s. [[αἴρω]]), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[élever]] <i>ou</i> soulever avec;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> exciter en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξαίρω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εξαίρω samen optillen; pass.. συνεξαρθεὶς ὑπὸ τῶν συνθεόντων met vereende krachten opgetild (op een podium) door degenen die met hem mee waren gerend Plut. Ant. 12.3. overdr. helpen verheffen; Plut. Per. 4.6; tegelijk (met...) op een hoger plan brengen, met dat.; pass.. δοκεῖ συνεξαίρεσθαι οἴκου πολυτελείᾳ ἡ τοῦ λέγοντος γνώμη de mening van de spreker leek tot hetzelfde niveau te stijgen als de luxe van zijn huis Luc. 10.4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεξαίρω:'''<br /><b class="num">1</b> [[вместе поднимать]], [[вздымать]] (τινά и τι Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[возбуждать]] (τὴν φιλοτιμίαν Plut.): συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις Diod. возбужденный речами;<br /><b class="num">3</b> [[вместе отправляться]] ([[μετά]] τινος Polyb.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνεξαίρω''': [[ὁμοῦ]] [[ἐξαίρω]], ὑψώνω [[κάμνω]] νὰ ὑψωθῇ, συνεξαίροντα μὲν ἐκείνην (δηλ. τὴν θάλασσαν) [[ὥστε]] πλημμυρεῖν Στράβ. 173· συνεξαρθεὶς ὑπό τινων, ὑψωθεὶς ἐν τῷ ἅμα, Πλουτ. Ἀντων. 12. 2) μεταφ., [[συνεξαίρω]] τὴν ἠχώ, συνεργῶ εἰς ἐξέγερεσιν τῆς ἠχοῦς, Φιλόστρ., ἴδε Ἰακώψιον σελ. 321, πρβλ. 219· σ. τὴν φιλοτιμίαν Πλούτ. 2. 819F· τοῦ βασιλέως συνεξαρθέντος τοῖς λόγοις, ἐξαρθεὶς συγχρόνως διὰ τῶν λόγων..., Διόδ. 17. 72· [[πρός]] τι Λουκ. π. Οἴκ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι [[ὁμοῦ]], ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, Στράβ. 51· ― [[ἐξέρχομαι]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ ὁ αὐτ. 760· ἐπὶ ἀποικιῶν, Πολύβ. 12. 5, 8 (τὸ 3. 68, 8 νῦν μετεβλήθη). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ἐξαίρω]]<br />ξεσηκώνομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ανυψωθεί [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανυψώνω]] ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] [[ὥστε]] πλημμυρεῖν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] [[μαζί]] («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)<br />β) [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξαίρομαι</i><br />εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεξαίρω:''' [[βοηθώ]] στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, <i>συνεξαρθείς</i>, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[assist]] in [[raising]]: Pass., aor1 [[part]]. συνεξαρθείς [[being]] lifted up at [[once]], Plut.; [[being]] [[excited]] at the [[same]] [[time]], Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 27 March 2024
English (LSJ)
A assist in raising, τὴν θάλατταν Str.3.5.7; raise together, εἰς ὄγκον τοὺς μῦς Gal.6.296:—Pass., to be raised together, τῷ διαφράγματι ib.173; to be swollen at the same time, Id.18(2).268; συνεξαρθεὶς ὑπό τινων being lifted up by the joint effort of.., Plu.Ant. 12.
2 metaph., σ. τὴν ἠχώ help in calling forth the echo, Philostr. Im.1.18; σ. θρῆνον Hld.7.15; σ. τὴν φιλοτιμίαν Plu.2.819f; help to excite, Luc.Dom.4; συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις excited with the rest by... D.S.17.72.
II intr., rise together, of the sea, Str.1.3.5; go out along with, τινι Id.16.2.35; of colonists, Plb.12.5.8.
III remove as well, in dissection, Gal.2.699.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. αἴρω), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19.
French (Bailly abrégé)
1 élever ou soulever avec;
2 fig. exciter en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξαίρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξαίρω samen optillen; pass.. συνεξαρθεὶς ὑπὸ τῶν συνθεόντων met vereende krachten opgetild (op een podium) door degenen die met hem mee waren gerend Plut. Ant. 12.3. overdr. helpen verheffen; Plut. Per. 4.6; tegelijk (met...) op een hoger plan brengen, met dat.; pass.. δοκεῖ συνεξαίρεσθαι οἴκου πολυτελείᾳ ἡ τοῦ λέγοντος γνώμη de mening van de spreker leek tot hetzelfde niveau te stijgen als de luxe van zijn huis Luc. 10.4.
Russian (Dvoretsky)
συνεξαίρω:
1 вместе поднимать, вздымать (τινά и τι Plut.);
2 возбуждать (τὴν φιλοτιμίαν Plut.): συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις Diod. возбужденный речами;
3 вместе отправляться (μετά τινος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεξαίρω: ὁμοῦ ἐξαίρω, ὑψώνω κάμνω νὰ ὑψωθῇ, συνεξαίροντα μὲν ἐκείνην (δηλ. τὴν θάλασσαν) ὥστε πλημμυρεῖν Στράβ. 173· συνεξαρθεὶς ὑπό τινων, ὑψωθεὶς ἐν τῷ ἅμα, Πλουτ. Ἀντων. 12. 2) μεταφ., συνεξαίρω τὴν ἠχώ, συνεργῶ εἰς ἐξέγερεσιν τῆς ἠχοῦς, Φιλόστρ., ἴδε Ἰακώψιον σελ. 321, πρβλ. 219· σ. τὴν φιλοτιμίαν Πλούτ. 2. 819F· τοῦ βασιλέως συνεξαρθέντος τοῖς λόγοις, ἐξαρθεὶς συγχρόνως διὰ τῶν λόγων..., Διόδ. 17. 72· πρός τι Λουκ. π. Οἴκ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι ὁμοῦ, ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, Στράβ. 51· ― ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ ὁ αὐτ. 760· ἐπὶ ἀποικιῶν, Πολύβ. 12. 5, 8 (τὸ 3. 68, 8 νῦν μετεβλήθη).
Greek Monolingual
ΜΑ ἐξαίρω
ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῖν», Στράβ.)
2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)
β) κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται
3. παθ. συνεξαίρομαι
εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.
Greek Monotonic
συνεξαίρω: βοηθώ στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, συνεξαρθείς, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ.
Middle Liddell
to assist in raising: Pass., aor1 part. συνεξαρθείς being lifted up at once, Plut.; being excited at the same time, Luc.