φιλοστοργία: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filostorgia | |Transliteration C=filostorgia | ||
|Beta Code=filostorgi/a | |Beta Code=filostorgi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[tender love]], [[affection]], Antipho Fr.73, Plb.9.13.2, Phld.Hom.p.8 O., BMus.Inscr.481*.79 (Ephes.), etc.; ἡ ἄγαν φιλοστοργία Antip.Stoic.3.254; πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος Demad.37; πρὸς ἀλλήλους Plb.31.25.1; πρὸς τὴν πατρίδα φιλοστοργία Id.16.17.8; πρὸς τὸν βασιλέα φιλοστοργία Arch.Pap.6.9 (Delos); ἡ φυσικὴ τῶν γόνεων εἰς τέκνα φιλοστοργία [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.44; of an [[elephant]], δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ [[παιδίον]] Phylarch.36J.<br><span class="bld">2</span> [[affectionateness]], X.Cyr.1.4.3.<br><span class="bld">3</span> of [[sexual]] [[love]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.64. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1286.png Seite 1286]] ἡ, zärtliche Liebe; Xen. Cyr. 1, 4,3; Pol. 9, 13, 2; πρὸς τὴν πατρίδα 16, 17, 8; πρὸς ἀλλήλους 32, 11, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1286.png Seite 1286]] ἡ, zärtliche Liebe; Xen. Cyr. 1, 4,3; Pol. 9, 13, 2; πρὸς τὴν πατρίδα 16, 17, 8; πρὸς ἀλλήλους 32, 11, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[vive affection]], [[tendresse]].<br />'''Étymologie:''' [[φιλόστοργος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοστοργία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[нежная любовь]], [[горячая привязанность]] (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[привязчивость]] ([[ἁπλότης]] καὶ φ. Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοστοργία''': ἡ, τρυφερὰ [[ἀγάπη]], [[στοργή]], ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων καὶ τέκνων, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· [[πρός]] τινα Πολύβ. 9. 123, 2., 32. 11, 1· ἡ φυσικὴ τῶν γονέων εἰς τέκνα φ. Διόδ. 4. 44· ― [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ [[παιδίον]] Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606Ε. 2) [[συμπάθεια]] μετὰ στοργῆς, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 3. 3) ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀγάπης, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 555Ε (;) | |lstext='''φῐλοστοργία''': ἡ, τρυφερὰ [[ἀγάπη]], [[στοργή]], ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων καὶ τέκνων, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· [[πρός]] τινα Πολύβ. 9. 123, 2., 32. 11, 1· ἡ φυσικὴ τῶν γονέων εἰς τέκνα φ. Διόδ. 4. 44· ― [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ [[παιδίον]] Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606Ε. 2) [[συμπάθεια]] μετὰ στοργῆς, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 3. 3) ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀγάπης, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 555Ε (;) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλοστοργία:''' ἡ, τρυφερή [[αγάπη]], [[στοργικότητα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''φῐλοστοργία:''' ἡ, τρυφερή [[αγάπη]], [[στοργικότητα]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 07:47, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A tender love, affection, Antipho Fr.73, Plb.9.13.2, Phld.Hom.p.8 O., BMus.Inscr.481*.79 (Ephes.), etc.; ἡ ἄγαν φιλοστοργία Antip.Stoic.3.254; πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος Demad.37; πρὸς ἀλλήλους Plb.31.25.1; πρὸς τὴν πατρίδα φιλοστοργία Id.16.17.8; πρὸς τὸν βασιλέα φιλοστοργία Arch.Pap.6.9 (Delos); ἡ φυσικὴ τῶν γόνεων εἰς τέκνα φιλοστοργία D.S.4.44; of an elephant, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Phylarch.36J.
2 affectionateness, X.Cyr.1.4.3.
3 of sexual love, D.S.1.64.
German (Pape)
[Seite 1286] ἡ, zärtliche Liebe; Xen. Cyr. 1, 4,3; Pol. 9, 13, 2; πρὸς τὴν πατρίδα 16, 17, 8; πρὸς ἀλλήλους 32, 11, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vive affection, tendresse.
Étymologie: φιλόστοργος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοστοργία: ἡ
1 нежная любовь, горячая привязанность (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);
2 привязчивость (ἁπλότης καὶ φ. Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοστοργία: ἡ, τρυφερὰ ἀγάπη, στοργή, ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων καὶ τέκνων, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· πρός τινα Πολύβ. 9. 123, 2., 32. 11, 1· ἡ φυσικὴ τῶν γονέων εἰς τέκνα φ. Διόδ. 4. 44· ― οὕτως ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606Ε. 2) συμπάθεια μετὰ στοργῆς, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 3. 3) ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀγάπης, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 555Ε (;)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλόστοργος
τρυφερή αγάπη, στοργή («μητρική φιλοστοργία», πάπ.)
αρχ.
1. τρυφερότητα
2. ερωτική αγάπη.
Greek Monotonic
φῐλοστοργία: ἡ, τρυφερή αγάπη, στοργικότητα, σε Ξεν.
Middle Liddell
φῐλοστοργία, ἡ,
tender love, affectionateness, Xen.