ἐθελοντής: Difference between revisions
(big3_13) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ethelontis | |Transliteration C=ethelontis | ||
|Beta Code=e)qelonth/s | |Beta Code=e)qelonth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐθελοντοῦ, ὁ, Prose form of [[ἐθελοντήρ]] (used by [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''24), [[Herodotus|Hdt.]]5.104,110,''IG''12.97.15, Th.1.60, And.1.3: as adjective,<br><span class="bld">A</span> ἐ. φίλος X.''An.''1.6.9. (dub.); τῶν ἐ. τριηράρχων D.18.99.<br><span class="bld">II</span> = [[δεικηλιστής]], Eust.884.27. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> θελοντής Hdt.6.92 (cód.)<br /><b class="num">1</b> [[que se ofrece voluntario]], [[voluntario]] frec. en uso pred. [[por su propia voluntad]], [[voluntariamente]], [[de buen grado]] κἀγὼ 'θελοντὴς τῷδ' ὑπεζύγην πόνῳ S.<i>Ai</i>.24, cf. X.<i>Mem</i>.2.1.3, βουλόμενοι καὶ ἐθελονταί <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.101.32 (V a.C.), (λέγουσι) ἐθελοντὴν αὐτὴν τοῖσι Φοίνιξι συνεκπλῶσαι Hdt.1.5, ἐ. ὑπέστη ταύτην τὴν λειτουργίαν Lys.29.4, τοὺς ἐθελοντὰς τούτους εὖ ποιεῖν X.<i>An</i>.1.6.9, ὑπήκουσεν τῷ δήμῳ ἐ. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.657.40 (III a.C.), ἔλαβ' ἐ., οὐ βίᾳ Men.<i>Fab.Incert</i>.1.47 (p. 298), (ψυχή) ἐ. ... δουλεύει Synes.<i>Insomn</i>.8, ἐ. ὁ μονογενὴς γέγονεν [[ἄνθρωπος]] de Jesucristo, Cyr.Al.<i>Apol.Thdt</i>.3.30<br /><b class="num">•</b>esp. en la guerra y misiones difíciles ἐχς ἐθελοντōν ἐπιβατōν <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.60.15 (V a.C.), ἀνὴρ ἀπιγμένος ἐ. Hdt.1.61, cf. 5.104, 110, 7.134, 217, εἴ τινες ἐθέλοιεν [[ἄλλοι]] ἐθελονταὶ ἰέναι τε ἐς τὸν χῶρον τοῦτον Hdt.9.21, cf. 26, τῶν ἐθελοντῶν τριηράρχων D.18.99, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.467.23 (IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἐ.: οὐδεὶς [[Ἀργείων]] ἔτι ἐβοήθεε, ἐθελονταὶ δ' ἐς χιλίους de unas tropas irregulares, Hdt.6.92, πέμπουσιν ἑαυτῶν τε ἐθελοντάς Th.1.60, φυγάδας δὲ καὶ ἐθελοντὰς ἐάσασα ... βοηθῆσαι Pl.<i>Mx</i>.245a, προσλαβὼν ἐθελοντὰς ἐκ παντὸς τοῦ στρατεύματος Plb.<i>Fr</i>.130, cf. Paus.1.32.6<br /><b class="num">•</b>ac. ἐθελοντήν como adv. [[voluntariamente]], [[espontáneamente]] τὰς μὲν ἐ. τῶν πολίων ὑποκυψάσας Hdt.6.25, ἐ. ὑπομένειν X.<i>Mem</i>.2.1.3, (ἐπιβάτας) ἐπέλεξε τοῦ στρατεύματος ἐ. τοὺς ἀρίστους Plb.1.49.5, cf. 2.38.7, 5.77.3, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.67.<br /><b class="num">2</b> en rituales dionisíacos en Tebas [[voluntario]], [[espontáneo]], [[aficionado]] Ath.621f, Eust.884.27<br /><b class="num">•</b>en la comedia χορὸν κωμῳδῶν ὀψέ ποτε ὁ ἄρχων ἔδωκεν, ἄλλ' ἐθελονταὶ ἦσαν sólo pasado el tiempo el arconte concedió un coro, pues (los actores) eran aficionados</i> Arist.<i>Po</i>.1449<sup>b</sup>2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0718.png Seite 718]] ὁ, dasselbe, sowohl subst. als adj., Her. 5, 104. 110 Thuc. 1, 60 u. Folgde; Plat. Menex. 245 a. Vgl. Lob. Phryn. 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0718.png Seite 718]] ὁ, dasselbe, sowohl subst. als adj., Her. 5, 104. 110 Thuc. 1, 60 u. Folgde; Plat. Menex. 245 a. Vgl. Lob. Phryn. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[ἐθελοντήρ]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐθελοντής:''' οῦ adj. m добровольный Xen., Dem., Thuc., Men.: Κύπριοι ἐθελονταί [[σφι]] προσεγένοντο Her. кипряне добровольно присоединились к ним.<br />οῦ ὁ [[доброволец]] Her., Thuc., Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐθελοντής''': -οῦ, ὁ, πεζὸς [[τύπος]] τοῦ προηγ., (μεταχειρίζεται [[ὅμως]] αὐτὸν ὁ Σοφ. ἐν Αἴ. 24), Ἡρόδ. 5. 104, 110, Θουκ. 1. 60, Ἀνδοκ. 1. 14· ἐθ. φίλος Ξεν. Ἀν. 1. 6, 9· τῶν ἐθελοντῶν τριαρχῶν Δημ. 259. 12· - πρβλ. Λοβ. Φρύν. 4. | |lstext='''ἐθελοντής''': -οῦ, ὁ, πεζὸς [[τύπος]] τοῦ προηγ., (μεταχειρίζεται [[ὅμως]] αὐτὸν ὁ Σοφ. ἐν Αἴ. 24), Ἡρόδ. 5. 104, 110, Θουκ. 1. 60, Ἀνδοκ. 1. 14· ἐθ. φίλος Ξεν. Ἀν. 1. 6, 9· τῶν ἐθελοντῶν τριαρχῶν Δημ. 259. 12· - πρβλ. Λοβ. Φρύν. 4. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ο (θηλ. εθελόντρια) (AM [[ἐθελοντής]]<br />Α και [[ἐθελοντήρ]]<br />θηλ. [[ἐθελοντίς]], η)<br />αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μίμων, δεικηλιστής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εθελοντής]] ανάγεται σε θ. <i>εθελοντ</i>- που απαντά στη μτχ. <i>εθέλων</i>, -<i>οντος</i><br />ο τ. [[εθελοντήρ]] (του οποίου μαρτυρείται η [[αιτιατική]] πληθυντικού <i>εθελοντήρας</i> μια [[φορά]] στον Όμηρο) εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> ([[πρβλ]]. [[κλητήρ]], [[μνηστήρ]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐθελοντής:''' -οῦ, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] του προηγ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐθελοντής]], οῦ, later form of [[ἐθελοντήρ]], Hdt., Thuc., etc.] | |||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[voluntarily]], [[volunteer]], [[of one's own accord]], [[of one's own free will]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:59, 27 March 2024
English (LSJ)
ἐθελοντοῦ, ὁ, Prose form of ἐθελοντήρ (used by S.Aj.24), Hdt.5.104,110,IG12.97.15, Th.1.60, And.1.3: as adjective,
A ἐ. φίλος X.An.1.6.9. (dub.); τῶν ἐ. τριηράρχων D.18.99.
II = δεικηλιστής, Eust.884.27.
Spanish (DGE)
-οῦ
• Alolema(s): θελοντής Hdt.6.92 (cód.)
1 que se ofrece voluntario, voluntario frec. en uso pred. por su propia voluntad, voluntariamente, de buen grado κἀγὼ 'θελοντὴς τῷδ' ὑπεζύγην πόνῳ S.Ai.24, cf. X.Mem.2.1.3, βουλόμενοι καὶ ἐθελονταί IG 13.101.32 (V a.C.), (λέγουσι) ἐθελοντὴν αὐτὴν τοῖσι Φοίνιξι συνεκπλῶσαι Hdt.1.5, ἐ. ὑπέστη ταύτην τὴν λειτουργίαν Lys.29.4, τοὺς ἐθελοντὰς τούτους εὖ ποιεῖν X.An.1.6.9, ὑπήκουσεν τῷ δήμῳ ἐ. IG 22.657.40 (III a.C.), ἔλαβ' ἐ., οὐ βίᾳ Men.Fab.Incert.1.47 (p. 298), (ψυχή) ἐ. ... δουλεύει Synes.Insomn.8, ἐ. ὁ μονογενὴς γέγονεν ἄνθρωπος de Jesucristo, Cyr.Al.Apol.Thdt.3.30
•esp. en la guerra y misiones difíciles ἐχς ἐθελοντōν ἐπιβατōν IG 13.60.15 (V a.C.), ἀνὴρ ἀπιγμένος ἐ. Hdt.1.61, cf. 5.104, 110, 7.134, 217, εἴ τινες ἐθέλοιεν ἄλλοι ἐθελονταὶ ἰέναι τε ἐς τὸν χῶρον τοῦτον Hdt.9.21, cf. 26, τῶν ἐθελοντῶν τριηράρχων D.18.99, cf. IG 22.467.23 (IV a.C.)
•subst. ὁ ἐ.: οὐδεὶς Ἀργείων ἔτι ἐβοήθεε, ἐθελονταὶ δ' ἐς χιλίους de unas tropas irregulares, Hdt.6.92, πέμπουσιν ἑαυτῶν τε ἐθελοντάς Th.1.60, φυγάδας δὲ καὶ ἐθελοντὰς ἐάσασα ... βοηθῆσαι Pl.Mx.245a, προσλαβὼν ἐθελοντὰς ἐκ παντὸς τοῦ στρατεύματος Plb.Fr.130, cf. Paus.1.32.6
•ac. ἐθελοντήν como adv. voluntariamente, espontáneamente τὰς μὲν ἐ. τῶν πολίων ὑποκυψάσας Hdt.6.25, ἐ. ὑπομένειν X.Mem.2.1.3, (ἐπιβάτας) ἐπέλεξε τοῦ στρατεύματος ἐ. τοὺς ἀρίστους Plb.1.49.5, cf. 2.38.7, 5.77.3, D.S.1.67.
2 en rituales dionisíacos en Tebas voluntario, espontáneo, aficionado Ath.621f, Eust.884.27
•en la comedia χορὸν κωμῳδῶν ὀψέ ποτε ὁ ἄρχων ἔδωκεν, ἄλλ' ἐθελονταὶ ἦσαν sólo pasado el tiempo el arconte concedió un coro, pues (los actores) eran aficionados Arist.Po.1449b2.
German (Pape)
[Seite 718] ὁ, dasselbe, sowohl subst. als adj., Her. 5, 104. 110 Thuc. 1, 60 u. Folgde; Plat. Menex. 245 a. Vgl. Lob. Phryn. 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m;
c. ἐθελοντήρ.
Étymologie: ἐθέλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοντής: οῦ adj. m добровольный Xen., Dem., Thuc., Men.: Κύπριοι ἐθελονταί σφι προσεγένοντο Her. кипряне добровольно присоединились к ним.
οῦ ὁ доброволец Her., Thuc., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντής: -οῦ, ὁ, πεζὸς τύπος τοῦ προηγ., (μεταχειρίζεται ὅμως αὐτὸν ὁ Σοφ. ἐν Αἴ. 24), Ἡρόδ. 5. 104, 110, Θουκ. 1. 60, Ἀνδοκ. 1. 14· ἐθ. φίλος Ξεν. Ἀν. 1. 6, 9· τῶν ἐθελοντῶν τριαρχῶν Δημ. 259. 12· - πρβλ. Λοβ. Φρύν. 4.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής
Α και ἐθελοντήρ
θηλ. ἐθελοντίς, η)
αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι
νεοελλ.
αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό
αρχ.
είδος μίμων, δεικηλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ. εθελοντ- που απαντά στη μτχ. εθέλων, -οντος
ο τ. εθελοντήρ (του οποίου μαρτυρείται η αιτιατική πληθυντικού εθελοντήρας μια φορά στον Όμηρο) εμφανίζει επίθημα -τηρ (πρβλ. κλητήρ, μνηστήρ)].
Greek Monotonic
ἐθελοντής: -οῦ, ὁ, μεταγεν. τύπος του προηγ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐθελοντής, οῦ, later form of ἐθελοντήρ, Hdt., Thuc., etc.]
English (Woodhouse)
voluntarily, volunteer, of one's own accord, of one's own free will