στιχογράφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=στῐχογράφος
|Full diacritics=στῐχογρᾰ́φος
|Medium diacritics=στιχογράφος
|Medium diacritics=στιχογράφος
|Low diacritics=στιχογράφος
|Low diacritics=στιχογράφος
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στῐχογράφος:''' (ᾰ) ὁ стихотворец Anth.
|elrutext='''στῐχογράφος:''' (ᾰ) ὁ [[стихотворец]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:04, 29 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐχογρᾰ́φος Medium diacritics: στιχογράφος Low diacritics: στιχογράφος Capitals: ΣΤΙΧΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: stichográphos Transliteration B: stichographos Transliteration C: stichografos Beta Code: stixogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, verse-writer, App.Anth.5.12.

German (Pape)

[Seite 944] Verse schreibend, der Dichter, Ep. ad. 533 (App. 212).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui écrit des vers, poète.
Étymologie: στίχος, γράφω.

Russian (Dvoretsky)

στῐχογράφος: (ᾰ) ὁ стихотворец Anth.

Greek (Liddell-Scott)

στῐχογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων στίχους, στιχουργός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 321.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός
νεοελλ.
(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -γράφος].

Middle Liddell

στῐχο-γρᾰ́φος, ον, γράφω
writing verse, Anth.