ἀργύφεος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_3)
mNo edit summary
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀργύφεος
|Full diacritics=ἀργῠ́φεος
|Medium diacritics=ἀργύφεος
|Medium diacritics=ἀργύφεος
|Low diacritics=αργύφεος
|Low diacritics=αργύφεος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyfeos
|Transliteration C=argyfeos
|Beta Code=a)rgu/feos
|Beta Code=a)rgu/feos
|Definition=[<b class="b3">ῠ], η, ον,</b> Ep. Adj. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">silver-shining, silver-white</b>, σπέος <span class="bibl">Il.18.50</span>; φᾶρος <span class="bibl">Od.5.230</span>; ἐσθής <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>574</span>; νάματα <span class="title">AP</span>9.633 (Damoch.); ὠεόν <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>70</span>, cf.<span class="title">Mus.Belg.</span>16.71 (Athens, ii A.D.), Epic. in <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 421.6</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ἀργυφέη, ἀργύφεον, Ep. Adj. [[silver-shining]], [[silver-white]], [[σπέος]] Il.18.50; [[φᾶρος]] Od.5.230; [[ἐσθής]] Hes.''Th.''574; [[νᾶμα|νάματα]] ''AP''9.633 (Damoch.); [[ᾠόν|ὠεόν]] Orph.''Fr.''70, cf.''Mus.Belg.''16.71 (Athens, ii A.D.), Epic. in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 421.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=ἀργυφέη, ἀργύφεον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ῠ]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. sg. -οιο Hes.<i>Fr</i>.43a.73, Nonn.<i>D</i>.44.192]<br />[[de brillo argénteo]] [[σπέος]] <i>Il</i>.18.50, φᾶρος <i>Od</i>.5.230, [[ἐσθής]] Hes.<i>Th</i>.574, [[εἷμα]] Hes.<i>Fr</i>.l.c., [[ᾠόν|ὠεόν]] Orph.<i>Fr</i>.70, καλύπτρη A.R.3.835, χεῖρες A.R.4.1407, ὀδόντες Triph.73, [[ἅρμα]] Nonn.l.c., [[νᾶμα|νάματα]] <i>AP</i> 9.633 (Damoch.), κνῆμαι Q.S.1.142, [[ὦμος|ὦμοι]] Q.S.12.536.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />[[éclatant de blancheur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹, [[φαίνω]].
}}
{{pape
|ptext=α, ον ([[ἀργός]], [[φάω]]), <i>[[silberglänzend]]</i>, ἀργύφεον [[σπέος]] <i>Il</i>. 18.50, ἀργύφεον [[φᾶρος]] <i>Od</i>. 5.230, 10.543; – [[ἐσθής]] Hes. <i>O</i>. 574; νάματα Damoch. 3 (IX.633); und [[sonst]] bei Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργύφεος:''' (ῠ) [[серебристый]], [[сияющий серебром]] ([[σπέος]] Hom.; [[ἐσθής]] Hes.; νάματα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργύφεος''': [ῠ], , -ον, Ἐπ. ἐπίθ., λάμπων ὡς ἄργυρος, λευκὸς ὡς ἄργυρος, Ἰλ. Σ. 50, Ὀδ. Ε. 230. Ἡσ. Θ. 574· τὸ ἀργύφεος, ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἄργυρος, οἵαν τὸ λιγὺς πρὸς τὸ λιγυρός: (ἴδε ἐν λ. [[ἀργός]]).
|lstext='''ἀργύφεος''': [ῠ], ἀργυφέη, ἀργύφεον, Ἐπ. ἐπίθ., λάμπων ὡς ἄργυρος, λευκὸς ὡς ἄργυρος, Ἰλ. Σ. 50, Ὀδ. Ε. 230. Ἡσ. Θ. 574· τὸ ἀργύφεος, ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἄργυρος, οἵαν τὸ λιγὺς πρὸς τὸ λιγυρός: (ἴδε ἐν λ. [[ἀργός]]).
}}
{{Autenrieth
|auten=([[root]] ἀργ): [[white]] [[shining]], [[glittering]]; [[φᾶρος]], Od. 5.230; [[σπέος]], of the Nereids (cf. [[ἀργυρόπεζα]]), Il. 18.50.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀργύφεος]], ἀργυφέη, ἀργύφεον (Α)<br />αυτός που λάμπει σαν [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[παράλληλος]] τ. του [[άργυφος]], σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -<i>εος</i>. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] ενδύματα].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργύφεος:''' [ῠ], ἀργυφέη, ἀργύφεον ([[ἄργυρος]]), αυτός που είναι [[λευκός]] ή [[λαμπερός]] όπως το [[ασήμι]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄργυρος]]<br />[[silver]]-[[white]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 08:29, 4 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠ́φεος Medium diacritics: ἀργύφεος Low diacritics: αργύφεος Capitals: ΑΡΓΥΦΕΟΣ
Transliteration A: argýpheos Transliteration B: argypheos Transliteration C: argyfeos Beta Code: a)rgu/feos

English (LSJ)

[ῠ], ἀργυφέη, ἀργύφεον, Ep. Adj. silver-shining, silver-white, σπέος Il.18.50; φᾶρος Od.5.230; ἐσθής Hes.Th.574; νάματα AP9.633 (Damoch.); ὠεόν Orph.Fr.70, cf.Mus.Belg.16.71 (Athens, ii A.D.), Epic. in POxy. 421.6.

Spanish (DGE)

ἀργυφέη, ἀργύφεον
• Prosodia: [ῠ]
• Morfología: [ép. gen. sg. -οιο Hes.Fr.43a.73, Nonn.D.44.192]
de brillo argénteo σπέος Il.18.50, φᾶρος Od.5.230, ἐσθής Hes.Th.574, εἷμα Hes.Fr.l.c., ὠεόν Orph.Fr.70, καλύπτρη A.R.3.835, χεῖρες A.R.4.1407, ὀδόντες Triph.73, ἅρμα Nonn.l.c., νάματα AP 9.633 (Damoch.), κνῆμαι Q.S.1.142, ὦμοι Q.S.12.536.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
éclatant de blancheur.
Étymologie: ἀργός¹, φαίνω.

German (Pape)

α, ον (ἀργός, φάω), silberglänzend, ἀργύφεον σπέος Il. 18.50, ἀργύφεον φᾶρος Od. 5.230, 10.543; – ἐσθής Hes. O. 574; νάματα Damoch. 3 (IX.633); und sonst bei Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀργύφεος: (ῠ) серебристый, сияющий серебром (σπέος Hom.; ἐσθής Hes.; νάματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργύφεος: [ῠ], ἀργυφέη, ἀργύφεον, Ἐπ. ἐπίθ., λάμπων ὡς ἄργυρος, λευκὸς ὡς ἄργυρος, Ἰλ. Σ. 50, Ὀδ. Ε. 230. Ἡσ. Θ. 574· τὸ ἀργύφεος, ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἄργυρος, οἵαν τὸ λιγὺς πρὸς τὸ λιγυρός: (ἴδε ἐν λ. ἀργός).

English (Autenrieth)

(root ἀργ): white shining, glittering; φᾶρος, Od. 5.230; σπέος, of the Nereids (cf. ἀργυρόπεζα), Il. 18.50.

Greek Monolingual

ἀργύφεος, ἀργυφέη, ἀργύφεον (Α)
αυτός που λάμπει σαν άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράλληλος τ. του άργυφος, σχηματισμένος αναλογικά προς τα επίθετα σε -εος. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει κυρίως ενδύματα].

Greek Monotonic

ἀργύφεος: [ῠ], ἀργυφέη, ἀργύφεον (ἄργυρος), αυτός που είναι λευκός ή λαμπερός όπως το ασήμι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἄργυρος
silver-white, Hom.