ὁμόκληρος: Difference between revisions
(9) |
m (Text replacement - "Antheil" to "Anteil") |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omokliros | |Transliteration C=omokliros | ||
|Beta Code=o(mo/klhros | |Beta Code=o(mo/klhros | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[ὁμόκλαρος]], ον, [[having an equal share]]; especially of an inheritance, [[coheir]], Pi.''O.''2.49, ''N.''9.5. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] von gleichem Loose, gleichem Anteil, bes. an einer Erbschaft, Mitbesitzer, [[ἀδελφεός]], Pind. Ol. 2, 54, vgl. N. 9, 5, wo Latona, Artemis u. Apollo so genannt werden. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁμόκληρος''': Δωρ. -κλᾱρος, ον· ὁ ἔχων ἴσον [[μερίδιον]]· [[κυρίως]] ἐπὶ κληρονομίας, [[συγκληρονόμος]], Λατ. consors, Πινδ. Ο. 2. 89, Ν. 9. 11. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμόκληρος]] και δωρ. τ. [[ὁμόκλαρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο [[μερίδιο]] σε [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που κληρονομεί [[κάτι]] σε ίση [[μοίρα]] [[μαζί]] με άλλους, [[συγκληρονόμος]] («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] ([[πρβλ]]. [[πολύκληρος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμόκληρος:''' Δωρ. -κλᾱρος, ὁ, αυτός που έχει ίσο [[μερίδιο]] μιας κληρονομιάς, [[συγκληρονόμος]], σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁμό-κληρος, δοριξ ὁμό-κλᾱρος, ὁ,<br />one who has an [[equal]] [[share]] of an [[inheritance]], a coheir, Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 10 April 2024
English (LSJ)
Dor. ὁμόκλαρος, ον, having an equal share; especially of an inheritance, coheir, Pi.O.2.49, N.9.5.
German (Pape)
[Seite 337] von gleichem Loose, gleichem Anteil, bes. an einer Erbschaft, Mitbesitzer, ἀδελφεός, Pind. Ol. 2, 54, vgl. N. 9, 5, wo Latona, Artemis u. Apollo so genannt werden.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ον· ὁ ἔχων ἴσον μερίδιον· κυρίως ἐπὶ κληρονομίας, συγκληρονόμος, Λατ. consors, Πινδ. Ο. 2. 89, Ν. 9. 11.
Greek Monolingual
ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία
2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κλῆρος (πρβλ. πολύκληρος)].
Greek Monotonic
ὁμόκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ὁ, αυτός που έχει ίσο μερίδιο μιας κληρονομιάς, συγκληρονόμος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὁμό-κληρος, δοριξ ὁμό-κλᾱρος, ὁ,
one who has an equal share of an inheritance, a coheir, Pind.