συγκοινωνός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] Theil woran habend, [[NT|N.T.]]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] Teil woran habend, [[NT|N.T.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:45, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοινωνός Medium diacritics: συγκοινωνός Low diacritics: συγκοινωνός Capitals: ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΣ
Transliteration A: synkoinōnós Transliteration B: synkoinōnos Transliteration C: sygkoinonos Beta Code: sugkoinwno/s

English (LSJ)

συγκοινωνόν, partaking jointly of, τῆς ῥίζης Ep.Rom.11.17, cf. 1 Ep.Cor.9.23; ἐν τῇ θλίψει Apoc.1.9; τῆς βασιλείας μου Steph.in Hp.1.76D.: Subst., partner, PMasp.158.11 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 968] Teil woran habend, N.T.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui participe à, gén..
Étymologie: σύν, κοινωνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκοινωνός -ή -όν [σύν, κοινωνός] deelhebbend aan, deelgenoot in, met gen., met ἐν + dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκοινωνός:сообщник, соучастник (τινος и ἔν τινι NT).

English (Strong)

from σύν and κοινωνός; a co-participant: companion, partake(-r, -r with).

English (Thayer)

(T WH συνκοινωνος (cf. σύν, II. at the end)), συγκοινωνον, participant with others in (anything), joint partner: with a genitive of the thing (cf. Winer's Grammar, § 30,8a.), ἐν, with a dative of the thing, Revelation 1:9.

Greek Monolingual

-όν, το αρσ. και το θηλ. και ως ουσ. συγκοινωνός, ό, ἡ, Α
1. αυτός που μετέχει σε κάτι μαζί με άλλον
2. ως ουσ. εταίρος, σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοινωνός «μέτοχος, σύντροφος»].

Greek Monotonic

συγκοινωνός: -ή, -όν, αυτός που μετέχει από κοινού σε κάτι, συμμέτοχος, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συγκοινωνός: ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τινὸς μετά τινος ἄλλου, τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 17, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 23· ἐν τῇ θλίψει Ἀποκάλ. α΄, 9.

Middle Liddell

συγ-κοινωνός, ή, όν
partaking jointly of a thing, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:sugkoinwnÒj 尋格-虧挪挪士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:共同-共有 是(著)
字義溯源:一同有份,合夥,同得,同享者;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κοινωνός)=分享者)組成,其中 (κοινωνός)出自(κοινός)*=公用)。參讀 (ἑταῖρος)同義字比較: (κοινωνέω)=分享
出現次數:總共(4);羅(1);林前(1);腓(1);啓(1)
譯字彙編
1) 一同有分(3) 羅11:17; 林前9:23; 啓1:9;
2) 同享者(1) 腓1:7